– Κείμενο: ερημίτης –
Ο Πιλάτος κοιτάζει εν αγνοία του στα μάτια τον Θεό και άθελα του διατυπώνει το πιο καίριο ερώτημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ουσίας. Ζητάει μία απάντηση για την οποία μόχθησαν πολλοί.
Η ώρα είχε φτάσει. Ήταν η ευκαιρία… κι ας όλα συνηγορούσαν ότι ο Ρωμαίος έπαρχος Του κάνει την ερώτηση αυτή μηχανικά. Μαζί του όμως, δεν παύει, να θέλουμε να ακούσουμε και εμείς.
«Τί έστιν αλήθεια;»
Εκείνος δεν απαντάει. Έχει το βλέμμα χαμηλά.
Πώς άραγε μπορείς να γίνεις κατανοητός σε ανθρώπους όλων των εποχών, ταυτόχρονα, με τόσο ακραίες αντιθέσεις, άκομη και σε ένα επίπεδο πολιτισμικό; Μ’ ένα μυαλό πεπερασμένο να καταλάβει από Θεό… με μία ψυχή στη λάσπη που οδεύει κι αυτή μηχανικά… και τώρα πια τελείωσε η κάθε παραβολή.
Ο Χριστός της Μεγάλης Παρασκευής απλώνει μία σιωπή που χύνεται και στάζει. Ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος που έχουν ζητήσει από τον Χριστό να κάτσουν κι εκείνοι δίπλα Του, τους πάντες για να κρίνουν, ο Ιούδας που ήθελε από Αυτόν, άλλους να εξουσιάζουν.
Κι είναι που παραέξω, μισοί ως τιμωρό Τον θέλουνε κι οι άλλοι τιμωρημένο.
“Τί είναι αλήθεια” λοιπόν, απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος μια στοιχειώδη αυταπάρνηση, μια στοιχειώδη αγάπη, ποτέ του δεν τη φτάνει;
Κι οι Μαθητές κοιμούνται, μαζί και όλος ο κόσμος. Κι ο διάολος χοροπηδάει, νύχτα στα κεραμίδια.
“Τί είναι αλήθεια, τελικά;” Ο Ιησούς ακόμα βλέπει χαμηλά και αποφεύγει σε αυτό να απαντήσει, με έναν Πιλάτο απέναντι που τόσο πολύ μας μοιάζει.
Ο Ιησούς Χριστός μες στο Πραιτώριο εκείνη τη στιγμή αυτό που επιλέγει, είναι για την ακρίβεια να μην μας κοιτάξει καν.
Κι η πόρνη με τον μύρο ερχόμενη απ’ τη Σαρακοστή με τις βουβές κινήσεις της, στέλνει έναν Θείο έρωτα ψηλά στον ουρανό. Και ο εκ δεξιών ληστής δεν λέει το “τετέλεσται” αν και το εννοούσε στον τελευταίο του τον αναστεναγμό.
Κι η σιωπή Του εκχέεται με έναν τρόπο τέτοιον, τόσο απαρατήρητο όσο εντυπωσιακό.
Σαν απαλή βροχή σε μία καθημερινή, με δίχως κάποιο νόημα, συνηθισμένη ημέρα.