Μια φορά κι ένα καιρό μια πονηρή αλεπού πέρασε δίπλα από έναν υπέροχο αμπελώνα. Ένας χοντρός, ψηλός φράχτης τον έφραζε από κάθε πλευρά του. Καθώς η αλεπού τον τριγύριζε, ανακάλυψε μια μικρή τρύπα στο φράχτη. Έβαλε με μιας μέσα το κεφάλι της, μα ήταν αδύνατο να χωρέσει το σώμα της όσο κι αν το πάσχισε. Ήταν αδύνατο να δοκιμάσει τα ζουμερά και νόστιμα σταφύλια του, που τόσο λαχταρούσε και τα σάλια της άρχισαν να τρέχουν από το στόμα της. Είδε και αποείδε ότι δεν γινόταν τίποτα και τελικά αποτραβήχτηκε σε μια γωνιά να σκεφτεί τι θα κάνει.
Δεν άργησε να βρει λύση. Έκανε δίαιτα αυστηρή για τρεις μέρες. Ούτε σταγόνα νερού δεν έβαλε στα κατάξερα χείλη της. Έτσι που αδυνάτησε εύκολα τώρα κατάφερε να γλιστρήσει μέσα από την τρύπα. Τρία ολόκληρα μερόνυχτα έτρωγε λαίμαργα και ασταμάτητα τα σταφύλια που τόσο είχε λιμπιστεί. Κάποια στιγμή τα βαρέθηκε και θέλησε να βγει από τον αμπελώνα μήπως καμιά κότα αλλάξει το μενού της. Υπέρβαρη όμως όπως κατάντησε ήταν αδύνατο να χωρέσει να βγει από την τρύπα. Από τη θλίψη της έπαθε νευρική ανορεξία και για τρεις μέρες δεν έβαλε ούτε ρόγα στο στόμα της. Έγινε πετσί και κόκαλο και με μεγάλη ευκολία τώρα γλίστρησε σαν χέλι μέσα από την τρύπα του φράχτη. Ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στόμα της.
Θαρρώ πως το πάθημά της συνέβη πριν από την εποχή που έζησε ο πολύπαθος και πολύαθλος Ιώβ. Έτσι αγνοούσε το λόγο του: «Γυμνός βγήκα απ’ την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός και θα γυρίσω στη μάνα γης». (Ιώβ 1,21)