Κάποτε ο Γέροντας ταξίδεψε από τη Θεσσαλονίκη στην Ιερισσό, με προορισμό το Άγιον Όρος. Όταν έφθασε στο πρακτορείο, δε βρέθηκε θέση για κείνον και αναγκάσθηκε να μείνει όρθιος, ενώ δίπλα του κάθονταν μερικοί νεαροί, χαριεντιζόμενοι.
Ένας κύριος επέπληξε τους νεαρούς, διότι έβλεπαν κοντά τους έναν γέροντα ιερομόναχο όρθιο κι αυτοί συνέχιζαν να κάθονται αδιάφοροι. Τους υπέδειξε να παραχωρήσει ένας απ’ αυτούς τη θέση του στον ιερέα, αλλ’ αυτοί έμειναν ασυγκίνητοι και ακίνητοι στη θέση τους. Τότε ο κύριος, οργισμένος, σηκώθηκε και του παρεχώρησε τη θέση.
Ο Γέροντας τον ευχαρίστησε και δε δέχθηκε τη θέση. Ταξίδεψε μέχρι την Ιερισσό όρθιος. Στο τέλος του ταξιδιού ο κύριος ρώτησε το Γέροντα, γιατί δε δέχθηκε τη θέση που του πρόσφερε.
Ο Γέροντας του είπε : ”Έκαμα μία θυσία χάριν των παιδιών“.Ο κύριος δεν κατάλαβε και ο Γέροντας του εξήγησε : ” Δεν έπραξες σωστά, που μάλωσες τα παιδιά. Τα παιδιά έκαμαν μιά κακή πράξη : Άφησαν όρθιο έναν ηλικιωμένο ιερομόναχο και δεν του παρεχώρησαν από μόνα τους τη θέση τους, όπως έπρεπε.
Έπειτα απ’ αυτό, εάν σηκώνονταν, όταν τα κατσάδιασες και καθόμουν στη θέση τους εγώ, ή εάν δεχόμουν τη θέση που μου πρόσφερες εσύ, τα παιδιά δε θα καταλάβαιναν την κακή πράξη τους • αντίθετα, θα αισθάνονταν δικαιωμένα. Τώρα όμως, που έμεινα όρθιος τόσες ώρες και μ’ έβλεπαν μπροστά τους, σηκώθηκε η ίδια η συνείδησή τους και σιωπηλά τα κατηγόρησε για την πράξη τους.
Μόνο έτσι μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί: όταν μετανοεί, επειδή τον κατηγορεί, όχι ο άλλος απ’ έξω, αλλά η συνείδησή του από μέσα“.
[Γ 263π.]
Από το βιβλίο «Ανθολόγιο Συμβουλών», εκδ. Ι.Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος