Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
«Χαίρε, της λέει, αειπάρθενε, ευλογημένη, χαίρε!
Ο Κύριός μου είναι με σε. Χαίρε, Μαρία, χαίρε!»
Επέρασαν χρόνοι πολλοί… Μια μέρα σαν εκείνη
αστράφτει πάλε ο ουρανός… Στην έρμη της την κλίνη
λησμονημένη, ολόρφανη, χλωμή κι απελπισμένη,
μια κόρη πάντα τήκεται, στενάζει, αλυσωμένη.
Τα σίδερα είναι ατάραγα, σκοτάδι ολόγυρά της.
Τα καταφρόνια, η δυστυχιά σέπουν τα κόκαλά της.
Τρέμει μεμιάς η φυλακή και διάπλατη η θυρίδα
φέγγει κι αφήνει και περνά έν άστρο, μιαν αχτίδα.
Ο Άγγελος εστάθηκε, διπλώνει τα φτερά του…
«Ξύπνα, ταράζου, μη φοβού, χαίρε, Παρθένε, χαίρε.
Ο Κύριός μου είναι με σε, Ελλάς, ανάστα, χαίρε».
(Απόσπασμα από το ποίημα «Εικοστή πέμπτη Μαρτίου, Ευαγγελισμός – Ελληνισμός», του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη)