Το παρακάτω κείμενο του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου, μοιράζεται μαζί μας η Νεότητα Μητροπόλεως Θήρας, Αμοργού και Νήσων.
Στήν Καμπότζη (χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας, η οποία συνορεύει με την Ταϊλάνδη, το Λάος και το Βιετνάμ), μερικοί Χριστιανοί είχαν συγκεντρωθεί, σ’ ένα ναό υποτυπώδη, για να προσευχηθούν. Δεν πρόλαβαν καλά-καλά να αρχίσουν και ο ναός βρέθηκε περικυκλωμένος από μουσουλμάνους στρατιώτες. Προχώρησαν μέσα στο ναό και ξεκρέμασαν από τον τοίχο μιά εικόνα του Χριστού, την οποία πέταξαν με περιφρόνηση κάπου κοντά στην είσοδό του. Μιά δυνατή φωνή αντήχησε στον ιερό εκείνο χώρο, που σκόρπιζε τον τρόμο:
– Όποιος θέλει να βγεί ζωντανός από ‘δώ μέσα, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να αρνηθεί τον Χριστό και να φτύσει την εικόνα Του. Διαφορετικά, θα τουφεκισθεί την ίδια στιγμή. Τό δίλημμα ήταν τρομερό και περιθώρια εκλογής δεν υπήρχαν. Και η άθεη εξουσία δεν αστειευόταν. Συχνά είχε δείξει το αποτρόπαιο πρόσωπό της. Αλλά και ο συμβιβασμός είναι πάντα ελκυστικός και ο πειρασμός μεγάλος. Τι θα κάνουν; Θα ομολογήσουν ή θα αρνηθούν τον Χριστό;Ο ένας ήταν αρραβωνιασμένος και σε λίγες ημέρες επρόκειτο να παντρευτεί. Αξίζει να θυσιασθεί και να σβήσουν τα όνειρά του και οι όμορφες προσδοκίες του; Ο δεύτερος σκεπτόταν το σπίτι του, την οικογένειά του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του… Ο τρίτος , ο τέταρτος, ο πέμπτος, όλοι κάτι και κάποιον είχαν να σκεφθούν. Κέρινες καρδιές που άρχισαν κιόλας να λιώνουν μέσα στο καμίνι της δοκιμασίας. Τα λόγια του Κυρίου «ο φιλών… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. 10:37), είχαν κιόλας ατονίσει μέσα τους.
Έτσι, ένας-ένας προχώρησε με σκυμμένο το κεφάλι και πιό πολύ με σκυμμένη και ντροπιασμένη την ψυχή. Δεν ήταν πορεία μελλοθανάτων, ήταν νεκρική πομπή αρνητών, που επορεύετο με στιγματισμένο μέτωπο, για να θάψει τη νεκρή της πίστη. Έφθασαν στην εικόνα του Χριστού, την έφτυσαν και βγήκαν έξω ζωντανοί. Ζωντανοί, αλλά νεκροί. «Όνομα έχουν ότι ζούν και νεκροί είναι» (πρβλ. Αποκ. 3:1), κατά το θεόπνευστο βιβλίο της Αποκαλύψεως. Γιατί ποιά ζωή μπορεί να ζήσει ο αρνητής και ο προδότης; Καί τελευταία έμεινε μιά νεαρή κοπέλα, δεκαπέντε-δεκαέξι ετών, που η αγάπη της για τον Χριστό της έφερε στη μνήμη τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. 8:35). Τίποτε απολύτως!
Οι στρατιώτες δεν είχαν καμιά αμφιβολία. «Καί αυτή το ίδιο θα κάνει», εσκέφθηκαν. «Λύγισαν οι μεγάλοι, δε θα λυγίσει η μικρή;» Κι όμως έμειναν κατάπληκτοι από τη στάση της. Ατάραχη εκείνη πλησίασε την εικόνα. Τα μάτια της βούρκωσαν, όταν ατένισε τον Αρχηγό της πίστεώς της με τα φτυσίματα της προδοσίας των δειλών. Γονάτισε. Πήρε την εικόνα στα χέρια της. Τη σκούπισε, την ασπάσθηκε ευλαβικά ενώ τα χείλη της ψιθύριζαν:
– Δε θα Σε αρνηθώ, Χριστέ μου!
Οι στρατιώτες πρόταξαν τα όπλα. Μία ομοβροντία ήλθε να αιματοκυλίσει το γενναίο κορίτσι και να το προσθέσει στη χορεία των Μαρτύρων. Στολισμένη τώρα πιά με το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου προβάλλει ενώπιόν μας. Εμείς άραγε, θα κάναμε το ίδιο στη θέση της;
Από το βιβλίο «Οι Αναβαθμοί στην εν Χριστώ πορεία», εκδ. Γυναικείο Ησυχαστήριο «Το Γενέθλιο της Θεοτόκου».