aloustos-ton-dekapentaygousto

“Άλουστος τον Δεκαπενταύγουστο” – Διήγημα: ερημίτης

Ένα εύθυμο διήγημα που ωστόσο εμπεριέχει και άλλα στοιχεία εντός του, το οποίο εξελίσσεται σε ένα νησί του Αιγαίου και κατά την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 2023.
Ο Βάγιος, ο αγαθός νεωκόρος της εκκλησίας του χωριού του, ξυπνάει εντελώς απρόσμενα εκείνη την ημέρα, μα την τελειώνει αλλιώς.
Ευτράπελες καταστάσεις και γεγονότα διάφορα με φόντο ένα περιβάλλον που είναι μεν του σήμερα όμως δεν παύει να ξυπνάει νοσταλγικές, παλαιότερες εποχές.

Μπορείτε να το αποθηκεύσετε σε pdf αρχείο εδώ: Άλουστος τον Δεκαπενταύγουστο

Άλουστος τον Δεκαπενταύγουστο
Διήγημα: ερημίτης

Ο Βάγιος, ένας λιπόσαρκος νεαρός νησιώτης και εν πολλοίς αλαφροΐσκιωτος, με καστανά μπουκλάκια και δύο μεγάλα μάτια εκφραστικά, περίπου 20 χρονών, εβάδιζε πολύ πρωί στην μοναξιά του μικρού έρημου επαρχιακού δρόμου που’ χε ολόγυρα απλωσιά από αχανή χωράφια, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο του 2023, σε μία κατάσταση περίπου τραγελαφική. Φορούσε ένα -πρώην- λευκό πουκάμισο που πια είχε κάποιες κηλίδες απροσδιόριστης προελεύσεως, όπου η μια μεριά του πουκαμίσου έμπαινε μες στο παντελόνι του κι η έταιρη να κρέμεται και να ανεμίζει στον κάθε του βηματισμό. Φύκια ήταν κολλημένα στο μαύρο του παντελόνι, ενώ τα ταλαίπωρα σκαρπίνια του που ήταν λούτσα στο νερό, τα πάταγε στο πίσω μέρος με τις φτέρνες του και τα ‘χε μετατρέψει σε δύο βαριές παντόφλες. Με τα μπουκλάκια του να έχουν τραβηχτεί ωσάν φίδια στην κεφαλή της Μέδουσας, περπάταγε και μεμψιμοιρούσε.
Η ώρα ήταν εννέα το πρωί, ανήμερα της Παναγιάς όπως προείπα κι ο Βάγιος ήταν ο νεωκόρος του ναού στο ορεινό χωριό του, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου μία τέτοια ημέρα γιόρταζε και οι εργασίες ήταν πολλές. Πολλώ δε μάλλον που η σημερινή η Θεία Λειτουργία -όπου αυτή την ώρα ήταν εν εξελίξει- ήταν Πανηγυρική, καθώς θα ερχόταν και ο ίδιος ο Δεσπότης για να χοροστατήσει στη γιορτή.
Βάσει όλων των παραπάνω και με δεδομένο ότι η παρουσία του Βάγιου εκεί ήταν επιβεβλημένη και περίπου υποχρεωτική, με το να βοηθήσει φυσικά στο πλήθος των προετοιμασιών, εκείνος είχε την όψη τώ¬ρα από ναυάγιο που έπεσε σε βράχο κι οι ενοχές πολλές.
Ο Βάγιος, της Παναγιάς ανήμερα προχωρούσε προς το χωριό του εκτός χρόνου και εξουδετερωμένος.
Η ερημιά πολλή, ως και τα αμνοερίφια μία τέτοια μέρα απόντα, τεμπέλιαζαν μέσα στο μαντρί και οι βοσκοί όλοι στην εκκλησιά φορώντας τα καλά τους. Ούτε μελτέμι πρωινό δεν βρέθηκε εκεί, ήδη από το ξημέρωμα είχε αποσυρθεί.
-” Βάγιο!” ακούστηκε μία φωνή όπου τη φύση ξάφνιασε, μαζί της και τον Βάγιο.
Ήταν ο κυρ Θοδωρής, ένας εξηντάρης συγχωριανός, γνωστός για την ανεμελιά αλλά και για τη γραφικότητά του, που είχε ξαπλώσει καταγής και υπό τον ίσκιο τον κατάμαυρο μίας γριάς συκιάς. Κάπνιζε και σιγοτραγουδούσε ώσπου είδε τον Βάγιο από μακριά σαν μία μικρή κουκίδα.
Περίμενε να πλησιάσει κάπως κι άρχισε: “Αν μέρα που ‘ναι σήμερα, δεν πήγες Βάγιε στην εκκλησσ’ά ούτε του λόγου σου, που ‘σαι θεοσεβούμενος και σουλατσάρεις εδώ στις ρεματιές, τότες πάει… θα’ν έρτει η συντέλεια που γράφτουν τα βιβλία σου και θα ξεκρεμαστεί ο ήλιος και θα μπουμπουνηχτεί και ‘κανα αστεράκι κι εδώ στην αγκαλιά μου…
Πωπω… θα σε γυρεύει και ο παπα – Χαραλάμπης, που δεν πήγες, για να σε βράσει ζωντανό για απόψε στο παναΰρι…”
Ο Βάγιος απρόθυμα έκανε δύο βήματα προς το μέρος του και σταμάτησε, δήθεν πως πλησιάζει, ενώ ο κυρ Θοδωρής που αναπάντεχα είχε βρει ακροατήριο εκείνο το πρωί συνέχισε να μιλάει:
“Εγώ φίλε μου Βάγιο, δεν τον βαστώ τον κόσμο. Είναι και τέτοια η εποχή που στο νησί μας κόπιασαν για παραθερισμό και ούλοι αυτοί οι Αθηναίοι. ‘Φέραν μαζί τις έννοιες τους, τον σαματά, τα αμάξια τους, τις φωνές τους, εκείνα τα μαραφέτια τους που ούλη μέρα σκούζουν…
Βεβαίως, δεν λέω, όλοι μου οι πρωτευουσιάνοι οι γείτονες όταν μαζεύονται εδώ, κάθε καλοκαίρι δεν παραλείπουν να μου φέρουν και κάν’α φίλεμα μικρό. Δεν λέω… Να, ας πούμε ο Γιώργος με την μεγάλη την κοιλιά, μου έφερε εφέτο, να έτσι, μία συσκευασία μεγάλη με ελληνικό καφέ. Δε λέω. Βέβαια τώρα, εσύ Βάγιε θα μου πεις ότι ποια η αξία ενός καφέ σήμερις;… και ειδικά στις μέρες μας, τέτοια αγαθά, να πούμε, δεν μας απολείπουν. Μέσα στην αυλή μας τα ‘χουμε ούλα. Μέχρι και οι γαϊδάροι καφέ πίνουν…”
Ο Βάγιος όπου στεκόταν ακίνητος και προσπαθώντας να διακρίνει τη μορφή του συγχωριανού του, όπου είχε γίνει ένα με τη σκιά του δένδρου, όπως του χαμαιλέοντα που καμουφλάρει το πετσί του σύμφωνα με το περιβάλλον, δεν είχε την διάθεση ειδικά εκείνη τη στιγμη για ανόητες κουβέντες και είχε ακούσει τις μισές απ’ όσες είχε πει ο συνομιλητής του. Από την τελευταία φράση ωστόσο πιάστηκε κι έδειξε απορημένος:
-“Οι γάιδαροι πίνουν καφέ, είπες;”
-“Βρε παιδάκι μου, τρόπος του λέγειν. Να λέω, ότι υπάρχει αφθονία στο νησί μας, τόση ώστε τάχα μου τάχα μου μέχρι και οι γαϊδάροι ρουφούν καφέ στις μέρες μας. Για να δώσω έμφαση… Με εννοείς;”
-“Τί να σου πω… δεν έχω δει ποτέ…”
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, ο πάτερ Χαράλαμπος που συνόδευε τον Επίσκοπο, όπου τώρα εκείνος θυμίαζε στη Θεία Λειτουργία, με πλήθος προσκυνητών, σε έναν ναό που έλαμπε σημαιοστολισμένος, έριχνε μηχανικά τις τελευταίες κλεφτές ματιές απ’ το παράθυρο, στο βάθος του ορίζοντα που έστεκε η πετρόκτιστη οικεία του Βάγιου. Έστεκε και σήμερα όπως πάντοτε αναντίρρητα μα κλειδαμπαρωμένη. Τα ξημερώματα είχε στείλει και ο ψάλτης τον δεκατριάχρονο του γιο, τον μεγαλύτερο, να πάει την πόρτα να χτυπήσει, όμως του κάκου, κοιτάζοντας και μέσα από τα παράθυρα, φαινόταν η απουσία.
“Ο Βάγιος, πάτερ, δείχνει να μην έχει κοιμηθεί απόψε εδώ. Ενώ η ξαδέρφη μου, μου είπε χθες ότι τον είδανε στην πόλη αργά τη νύχτα να χορεύει και να μεθοκοπάει”. Αυτό ήτανε το πόρισμα του πιο μεγάλου γιου του ψάλτη.
“…Το γαϊδούρι…” φάνηκε να ψέλλισε ο πάτερ, αποκρυπτογραφώντας αυτή τη φράση -πιό πολύ- διαβάζοντας το στόμα του οι λίγοι παρευρισκόμενοι που ήταν ήδη στον ναό τόσο πολύ πρωί. Ο πάτερ, γύρω στα εξηνταπέντε, ήτανε πράος άνθρωπος με αρετές πολλές, όμως συχνά ο νεωκόρος του, τον εξωθούσε στα άκρα.
Πίσω στα χωράφια τώρα, οι σουρεαλιστικοί διάλογοι έφτασαν προς το τέλος, με τον νεαρό περιπλανώμενο να συνεχίζει βιαστικά τον δρόμο του, φωνάζοντας στον Θεόδωρο τα “χρόνια πολλά” της μέρας κι ο τελευταίος να αναρωτιέται γιατί στου Βάγιου τα παπούτσια σήμερα είχανε βεντουζάρει δυο όμορφες πεταλίδες.
Η πλαγιά με το χωριό κτισμένο αμφιθεατρικά απλώνονταν στο βάθος κι εκείνος τώρα το έβλεπε να έρχεται πιο κοντά. Πριν από αυτό όμως φαινόταν και εκείνο το εκκλησάκι, εκείνο το κατάλευκο και ερημικό ξωκλήσι που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή και σε μία ημέρα γιορτινή που για εκείνον πλέον, ήδη από το ξεκίνημα, έδειχνε ολότελα χαμένη, το πήρε πια απόφαση -να σώσει τα προσχήματα- να μπει και να εορτάσει εντέλει μόνος του εκεί.
Όμως, τί πραγματικά είχε γίνει τη χθεσινή επίμαχη νύχτα αυτή, θα αναρωτιέται εύλογα κάποιος.
Η αλήθεια είναι ότι τελειώνοντας τον χτεσινοβραδινό μέγα εσπερινό της παραμονής και της λιτάνευσης της εικόνας, εκείνος που συμμετείχε βέβαια σε όλο αυτό, στο τέλος σκούπισε βιαστικά και έφυγε τελικά νωρίς το βράδυ για την πόλη, κάνοντας ωτοστόπ, να πάει να ευχηθεί προκαταβολικά στη θειά του τη Μαρία που γιόρταζε, αν και άπαντες όμως την αποκαλούσαν Μαριγώ.
Στον δρόμο όμως, στον πλακόστρωτο και ενώ είχε σχεδόν φτάσει, τότε ήταν που συναντήθηκε με έναν υπέργηρο άνδρα ο οποίος είχε καταγωγή από εκεί αλλά από τα “μικράτα του” όπως ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά, είχε ξενιτευτεί, πέρα, στην Μελβούρνη της Αυστραλίας και είχε ξεμείνει εκεί, ενώ στη γενέτειρα του επέστρεφε όλο και κάποιο καλοκαίρι. Ο Κρις, όπως τον ξέρανε όλοι, ήτανε -λέγαν- πλούσιος πια πολύ, μα ήταν και πολύ ελεήμων άνθρωπος. Με τον Βάγιο και την φτωχή του οικογένεια, την μισοδιαλυμένη, τους είχε σταθεί πολύ και κατ’ επέκτασιν για τον τελευταίο, δεν ήταν απλώς ένας άνδρας υπέργηρος, όπως σας περιγράφω εγώ, που σας τα διηγούμαι αποστασιωποιημένα, μα ένας άνθρωπος από αυτούς που περικλείεται όλος ο κόσμος μέσα τους, αντί εκείνοι μες στον κόσμο.
Οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν.
“Σε είδα ψες στον ύπνο μου, το πιστεύεις; Κάτσε να σου τα πω” σημείωσε ο Βάγιος, μα ο ηλικιωμένος κύριος είχε πια πάρει φόρα:
“Έλεγα πια δεν θα σε ξανάβλεπα, Βάιε” του είπε με κάπως σπαστά ελληνικά. “Τα τελευταία χρόνια, μας είχε η κυβέρνηση μας… πώς να πω… μαντρωμένους, ένεκα του covid -19, you know, κορώνα, πώς το λέτε εδώ…; Ήρθα για λίγες μόνο ημέρες και θα φύγω για τη Θεσσαλονίκη, παντρεύεται η εγγόνα μου!” Σαν να ξανάγινε για μια στιγμή νεανικό το γηρασμένο του κορμί, την ώρα που εκστόμιζε τη χαρά της εγγονής του. “Έψαξα να σε βρω, ρώτησα… αλλά να, σε έφερε τελικά η Παναγία εμπρός μου. Πήγα, ξέρεις πριν και άναψα ένα κεράκι στη χάρη της και πρωτύτερα επισκέφτηκα και τον τάφο της μάνας μου και από την εκκλησία επιστρέφω. So, άκουσε με… στις δέκα έχουμε γλέντι, θα έρθεις στο λιμανάκι να μας βρεις. Θα δεις και την κυρά μου και θα είναι καμιά τριανταριά φίλοι που ήθελα να καλέσω να σας κάνω το τραπέζι. Τρεις γουρουνοπούλες παρήγγειλα!” κατέληξε με έμφαση.
Ο Βάγιος τον κοιτούσε σκεπτικός.
-“Κύριε Κρις, καλά και άγια όλα αυτά και θα σ’ ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου, που λένε οι μορφωμένοι, όμως εγώ νηστεύω και δεν πρέπει επίσης ούτε να πιω, αλλά και εκτός αυτού πηγαίνω τώρα στη θειά μου, για λίγο και μετά έχω να κοιμηθώ νωρίς, διότι χαράματα θα ξυπνήσω για τις ετοιμασίες στην εκκλησία του χωριού που πάω και βοηθάω. Όμως παρ’ όλα αυτά θέλω να σου ξαναειπώ ευχαριστώ!”
Ο γέρο – Κρις του έκανε ένα νεύμα με το δάχτυλο, σαν συνωμοτικό, να έρθει πιο κοντά. Ο Βάγιος τον επλησίασε.
-“Δεν μου λες, γνωρίζεις τί ώρα και τί ημέρα είναι στην Αυστραλία;”
-“Όχι, κυρ Κρις μου, άλλο ημερολόγιο έχετε εσείς, όπως, να πούμε, οι Κινέζοι;”
Ο Κρις δυσανασχέτησε λιγάκι.
-“Όχι παιδί μου, άλλο εννοώ. Ο ήλιος πέρασε και έκανε τον κύκλο, λέω, και από την άλλη τη μεριά ξημέρωσε και τώρα όλοι οι Έλληνες, όλοι οι Ορθόδοξοι στο Melbourne, πρόκειται να γιορτάσουν την Παναγία! So, όλα είναι in your mind, εκεί μέσα, στο κεφάλι μας, άρα έλα απόψε στις δέκα να με βρεις και να γιορτάσουμε παρέα με τους Έλληνες της από εκεί πλευράς, που ζούνε στην Αυστραλία!”
Ο γέρος προσπαθούσε να κρύψει το πονηρό αλλά και αθώο συνάμα χαμόγελο, λόγω της σοφιστείας όπου ο νους κατέβασε, προκειμένου να δεχτεί την πρόσκλησή του ο Βάγιος.
-“Κυρ Κρις μου, αυτά που λες βγάζουν μια λογική μα είναι και μπουρδουκλωμένα. Μα πιο πολύ μπουρδουκλωμένα διότι οι Αυστραλοί θα έχουν κοινωνήσει -κατ’ όπως τα λες, φαντάζομαι- όταν θα το γλεντάμε. Όμως, έλα μου που και εγώ θέλω να μεταλάβω. Να ερχόμουν, αλλά νηστεύω και έχω να σηκωθώ πρωί”.
Ο γέρος αναστέναξε βαθιά και αγγίζοντας τον ώμο του νεαρού, του έγνεψε “ακολούθησέ με”.
Προχώρησε κούτσα – κούτσα τότες, μέσα από ένα στενό που ήταν ένα κτίριο τώρα εγκαταλελειμμένο και που όλο αυτό κατέληγε σε μία αμμουδιά. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας ξοπίσω ακολουθούσε αγνοώντας το γιατί.
“Πεθαίνω, παιδί μου’. Η βαριά αυτή δήλωση πάγωσε τον Βάγιο και η ερημική η ακροθαλασσιά που ήταν σουρουπωμένη έδειχνε πια απόκοσμη.
-“Τι εννοείς, πεθαίνεις;” τον ρώτησε αιφνιδιασμένος.
-“Άκουσε, παιδί μου. Έχω έναν όγκο στο κεφάλι. Αυτό μου βρήκαν οι γιατροί. Ύστερα και οι επόμενοι. Πήγα βλέπεις και σε άλλους. Τώρα πια το έχω πάρει απόφαση. Με αξίωσε ο Θεός να έρθω και για μια τελευταία φορά, τώρα στο νησί μου.
Αύριο φεύγω, να προλάβω και τον γάμο που σου είπα, αλλά και γιατί και η κυρά επέμενε να δούμε άλλον έναν γιατρό κάπου εκεί. Θεωρητικά, μου λέει έχω ελπίδες, αλλά το ξέρω, να πάρει η ευχή, απόψε είναι η τελευταία μου νύχτα στο νησί.
Ο Βάγιος, στεκόταν μπροστά του κοιτάζοντας την θάλασσα, έχοντας στραμμένη την πλάτη του σε αυτόν. Θυμήθηκε το όνειρο όπου πρωτύτερα του είχε αναφέρει, μα όμως πια δεν σκόπευε να του μιλήσει για αυτό. Σε μία θάλασσα λέει, όπως αυτήν εδώ, βραδάκι και έβλεπε στον ύπνο του πως έπλεε μία βάρκα. Μπροστά καθόταν μια λευκοφορεμένη όμορφη, απαστράπτουσα από εξώκοσμη γαλήνη με ένα μαντήλι επάνω της και πίσω λέει, καθότανε ο Κρις που έλαμπε κάπως και αυτός και που χαμογελούσε. Τον κοίταγε λέει ο Κρις μα δεν μπορούσε να τον δει, το βλέμμα του τον έφτανε όμως τον ξεπερνούσε.
Αντίθετα η γυναίκα τον έβλεπε κατάματα μέχρι που η βάρκα εντέλει έστριψε μόνη της και χάθηκαν στη νύχτα.
Κοιτούσε τώρα όπως στο όνειρο την θάλασσα την άδεια και ένα δάκρυ κύλησε αυθόρμητα απ’ τα μάτια.
Ο Βάγιος ήταν αλαφροΐσκιωτος όπως σας είπα στην αρχή, μα είχε την διάκριση να μην αρχίσει τότε όλες αυτές τις τετριμμένες ανοησίες -τύπου παρηγοριάς- που λέμε πολλοί από εμάς σε τέτοιες περιπτώσεις, αποπροσανατολίζοντας πνευματικά τον ασθενή στις τελευταίες του στιγμές.
Μα η ψυχή του είχε σφιχτεί και πέρασαν πολλές στιγμές για να του απαντήσει. Απ’ τη σφιγμένη αυτή ψυχή πέρασαν όλες οι ευεργεσίες του ηλικιωμένου κύριου από την Αυστραλία. Όχι μόνο τα χρήματα όταν τα είχε ανάγκη, μα και η αξία που του έδινε όταν τον συναντούσε, τα λόγια του, η όλη του η στάση.
Πέρασαν όλα από το μυαλό. Μέχρι και εκείνο το μπούμερανγκ όπου του είχε φέρει ένα καλοκαίρι, εκείνο το βαρύ, το ξύλινο, φτιαγμένο από Αβορίγινες, της μακρινής ηπείρου τους ντόπιους ιθαγενείς. 12 χρόνων και είχε πάει καμία πενηνταριά μέτρα από την αποθήκη του μπάρμπα – Τάσου και το είχε πετάξει εκεί, με όλη τη δύναμή του, επειδή εμφανώς λογάριαζε ότι εκείνο θα επιστρέψει. Ο μπάρμπα – Τάσος που κάτι μαστόρευε εκεί -κι ήτανε λίγο άγριος- παρακολουθούσε με απορία μα και με καχυποψία συνάμα την όλη διαδικασία. Μέχρι που του ήρθε τελικά το μπούμερανγκ στο κεφάλι και ειδικότερα επάνω στο μουστάκι και μία εβδομάδα έκανε ο μικρός ο Βάγιος τότε, στο χωριό να επανεμφανιστεί.
-“Και δεν μου λες κυρ Κρις… στην Αυστραλία είπες πριν, ο ήλιος έχει γυρίσει και ξημέρωσε ήδη της Παναγιάς;”
-“Ω, ναι, φυσικά, παιδί μου!” Απάντησε με μία νέα πνοή.
-“Και θα χορεύουν και θα τραγουδούν, σε λίγο;”
-“Να δεις, Βάιε χαρές που θα κάμουν! Να σου δείξω αργότερα και videos που θα μου στείλουν στο mobile μου, να τρελαθείς!” είπε και έβγαλε το ακριβό του κινητό από την τσέπη.
-“Στις δέκα είπες;”
Κι όντως στις δέκα, ο πρωταγωνιστής μας ήταν εκεί και για να μην τα πολυλογώ, έφαγε, ήπιε, μέθυσε και κάπου στη μέση της βραδιάς ξεκίνησε να χορεύει. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν “η ψυχή” της εκδήλωσης και το επίκεντρο κι ο ένας λόγος παραπάνω -ο καίριος- όπου οι παρευρισκόμενοι περνούσαν ξεκαρδιστικά με τα αυθόρμητα καμώματα του ξεστρατισμένου νεωκόρου. Κατά τα ξημερώματα το πρώιμο γλέντι της Παναγιάς είχε πολύ ανάψει και ο Βάγιος πήδηξε στο κέφι του επάνω, απ’ τη στεριά στην πιο κοντινή τη βάρκα. Από αυτή σε άλλη. Χόρευε και πια δεν ήξερε τί έκανε, μέχρι όπου στην τελευταία βάρκα στη σειρά, στην άκρη της μόλις που μετά βίας όρθιος στάθηκε ώστε μην πέσει στο νερό. Οι συνδαιτυμόνες γελούσαν ακατάπαυστα αλλά εκείνη τη στιγμή τσιτώθηκαν οι αισθήσεις. Ο Βάγιος με τα χέρια του κράτησε ισορροπία και μόλις που κατάφερε να σταθεροποιηθεί, γύρισε και τους είδε όλους χαμογελώντας.
“Τα κατάφερα…” είπε “είδατε;” μα ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο κύμα έσκασε επάνω στο ξύλινο σκαρί και εκείνος με μιας “εξαφανίστηκε” αφήνοντας ένα μεγάλο “μπλουμ”. Και πιτσιλιές από αφρό να ανεβαίνουνε κάθετα στον αέρα.
-“Ο λωλός πνίγεται, τρεχάτε μωρέ” φώναξαν οι άντρες και 3,4 πιο αποφασισμένοι από αυτούς έτρεξαν και βουτήξαν. Ο κυρ Κρις σαν πιο ανήμπορος, έτρεχε και αυτός αλλά αρκετά πιο πίσω και βρίσκοντας κάτι παλιοδύχτια παραεκεί που τα ‘χαν πεταμένα οι ψαράδες, τα πήρε και τα έριξε φωνάζοντας “παιδί μου, κρατήσου και θα σε τραβήξουμε εμείς”.
Όταν ο ήλιος βγήκε, ο νεαρός μας βρισκόταν κοιμισμένος επάνω σε μία άλλη βάρκα και ήταν οι ηλιακές ακτίνες που τον ξύπνησαν αλλά και δύο τρεις γλάροι όπου τον περιεργαζόταν στην αυγή. Απ’ όλα όσα έγιναν θυμόταν τα μισά, μα εκείνο που τον έτρωγε ήταν η απουσία του από τη Πανηγυρική Θεία Λειτουργία. Τη συνέχεια την ξέρετε, βάλθηκε να επιστρέψει έπειτα, με τα πόδια ως το χωριό.
Εκείνο που δεν ξέρετε είναι πως με τον ιερέα του χωριού είχαν μια ιδιαίτερη σχέση. Σχέση αγάπης αλλά και κόντρας. Ο Βάγιος συνήθιζε να επιδίδεται σε σαλότητες όπου συχνά ο π. Χαράλαμπος αδυνατούσε να τις “καταπιεί”.
Όπως το προηγούμενο απόγευμα, στον μέγα εσπερινό της παραμονής. Ο Βάγιος είχε παρατηρήσει ότι εντός ναού υπήρχε μια χαλαρότητα ή μία χλιαρότητα. Οι Αθηναίοι ήταν πολλοί λόγω του θέρους και τόσο αυτοί όσο και οι ντόπιοι βέβαια, έπαιζαν με τα κινητά τους, συνομιλούσαν μεταξύ τους και κάπου κάπου χασκογελούσαν, μάλιστα… Θέλοντας λοιπόν να βάλει τέλος σε αυτό, πήγε κρυφά και έκλεισε τον κλιματισμό, ώστε -όπως το έβλεπε αυτός- οι “μη συνειδητοί” να εξέλθουν αφού δεν θα άντεχαν τη ζέστη, αλλά και όσοι τελικά θα απέμεναν, θεωρούσε, πως θα τη ζούσαν πιο πολύ τη δέηση προς την Κυρία Θεοτόκο. Και πράγματι, όταν ανέβηκε η θερμοκρασία κατά δώδεκα βαθμούς περίπου, μέσα στα επόμενα λεπτά, είχανε μείνει οι μισοί.
Ο ιερέας βρισκόταν στο Άγιο Βήμα και διάβαζε ένα Ανάγνωσμα. Την ώρα που τελείωσε και μπήκε στο Ιερό, μία σταγόνα ιδρώτα ξεφύτρωσε από τον κρόταφό του, έφτασε ως τη γενειάδα του, δια μέσου του λαιμού χάθηκε στα ενδότερα κι αφού εκείνη διέσχισε τα πλευρά του, ύστερα το ισχύο, δια των ποδιών κύλησε πιο μετά και έφτασε στο παπούτσι. Από εκεί, τσούλησε ως την άκρη του, και τελικά έσκασε καταγής, στο έδαφος. Μ’ ενα μεγάλο “σπλας”. Ο παπα – Χαράλαμπος το είδε αυτό το “σπλας” και κατόπιν τούτου έκανε νόημα στο Βάγιο, να πάει κοντά για να του πει.
-“Σαν ζέστη δεν κάνει εδώ μέσα;”
-“Ε, Αύγουστος είναι πάτερ μου”.
-“Και τί που είναι Αύγουστος;”
-“Αύγουστος της Ελλάδας”.
-“Τί σημασία έχει αυτό;” Τις δύο πρώτες λέξεις τις είπε πιο φωναχτά, μα έπειτα συγκρατήθηκε, γιατί τόσο ο χώρος όσο και η ώρα εκείνη δεν ήταν για φωνές αλλά και διότι απ’ το άνοιγμα της πλαϊνής της πόρτας, έσκυψε και τους κοίταξε κουνώντας μία βεντάλια η κυρά – Ευγενία.
“Τί σημασία έχει αυτό;” επανέλαβε πιο μειλίχια και συνέχισε: “Υπάρχει και το κλιματιστικό. Δεν μου λες, είδες εσύ να χάλασε;”
-“Όχι πάτερ μου, δεν έχει χαλάσει το κλιματιστικό”.
-“Και δηλαδή είναι σε λειτουργία;”
-“Όχι”.
-Άρα που σε ρώτησα γιατί είπες πως δεν χάλασε;”
-“Αφού δεν χάλασε, γιατί να σου το πω;”
-“Ωραία. Θα ήθελες τότε να μου έλεγες γιατί δεν λειτουργεί;”
-“Βεβαίως. Γιατί το έκλεισα. Πολύ εκκοσμίκευση έχει μαζέψει σήμερις η εκκλησσ’ά και εμένανε να ξερ’ς, όλα αυτά, διόλου δεν μου αρέσουν”.
Ο ιερέας αφού κοίταξε από το άνοιγμα για να βεβαιωθεί πως δεν τους κοίταγε ξανά η κυρά- Ευγενία, κατόπιν του είπε ορθά κοφτά:
-Δυο πράγματα έχω να σου πω. Πρώτον: Να μην μου παριστάνεις εμένα τον ιδιόρρυθμο άγιο όπου σκαρώνει πνευματικές σαλότητες, γιατί ξέρεις απλά τί είσαι;… Να σου πω: Είσαι ένας δια Χριστόν σαχλός! Αυτό είσαι!
Δεύτερον: Πήγανε αμέσως και ξανάνοιξε το κλιματιστικό.
Ο Βάγιος αρκέστηκε να πει “ευλογείτε”.
Τώρα, πρωί ανήμερα Δεκαπενταύγουστου είχε φτάσει με αυτή την οικτρή του εμφάνιση στο ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής και άνοιξε την πόρτα.
Πίσω στο χωριό ξεκίναγε η λιτάνευση της εικόνας, χτυπούσαν οι καμπάνες και ” Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης πρὸς τὴν ζωήν…” Ο π. Χαράλαμπος πλαισιωμένος απ’ τον Μητροπολίτη έψελνε με κατάνυξη. Γενικότερα, πλάι από τον Μητροπολίτη, είθισται κανονικά να είναι μπροστά κάποιοι επίσημοι του νησιού όπως ο δήμαρχος και άλλοι, μια ημέρα σαν κι αυτή, όμως, επειδή εφέτος ήταν ιδιαίτερη χρόνια λόγω των δημοτικών εκλογών όπου θα λάμβαναν χώρα τον Οκτώβρη, τώρα ήτανε πολλοί…
Εκτός του ότι ήταν σκαμμένο το νησί και οι προσκυνητές προκειμένου να φτάσουν μέχρι εκεί έπρεπε να καβαλήσουν ένα σωρό από “εκτελούνται έργα” πινακίδες, επιπροσθέτως έπρεπε και δύο βήματα μετά, να αποφύγουνε διαδοχικά και κατά τον ίδιο τρόπο, το καθαυτό το έργο.
Έτσι λοιπόν η φετινή χρονιά είχε την ιδιαιτερότητα ότι ακολουθούσε μόνιμα τον Μητροπολίτη μία κουστωδία από υποψήφιους δημάρχους, περιφερειάρχες μέχρι δημοτικούς συμβούλους οι οποίοι μέχρι που έφταναν να σπρώχνονται μεταξύ τους, ώστε να βρεθούν δίπλα του επακριβώς “για τη φωτογραφία” στα μέσα τα τοπικά. Θα έλεγε κανείς πως η Ακολουθία της Κοιμήσεως, ομοίαζε με το Μεγάλο Σάββατο, που λίγο πριν την Ανάσταση κάποιοι πιστοί, μαζεύονται έξω από την Ωραία Πύλη με τις λευκές λαμπάδες τους και σπρώχνονται προκειμένου -κατά το έθιμό μας- να πάρουν από το χέρι του ιερέα, πρώτοι το Άγιο Φως.
Οι χωριανοί σε πηγαδάκια σχολίαζαν πικρόχολα στο προαύλιο. Όπως και μία μεσόκοπη γυναίκα όπου έδειχνε στην παρέα της κάποιον από αυτούς:
-“Μα καλά, αυτός μαθές τον Ιούνη, στις άλλες εκλογές, δεν έτρεχε και μοίραζε ψηφοδέλτια για τους άλλους; Τώρα τους επαράτησε και θα κατέβ’ με αυτούς;”
-“Τότε ήταν Ιούνιος, βρε Ασπασία μου και τώρα είναι Αύγουστος” παρατήρησε μειδιώντας ο άνδρας της.
-“Ε και τί που είναι Αύγουστος;” ρώτησε αυθόρμητα εκείνη.
-“Είναι Αύγουστος της Ελλάδας!” πετάχτηκε με νόημα και στόμφο ο κύριος Τάκης, που είχε το μπακάλικο, μιμούμενος ταυτόχρονα τη φωνή και την κορμοστασιά του Βάγιου και οι άνδρες γέλασαν δυνατά, εκτός από τις κυρίες που έπνιξαν το χαχανητό βάζοντας το χέρι στο στόμα τους μπροστά.
-“Μα αλήθεια, τι γίνηκε σήμερα, μέρα που ‘ναι, εκείνο το παιδί;” ρώτησε πάλι εκείνη.
Πίσω στα έρημα χωράφια, ο Βάγιος τώρα μες στο ξωκλήσι έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά απ’ την εικόνα της Παναγίας. Έσκυψε την ασπάστηκε και έκατσε πλάι, απέναντι από το παράθυρο σε ένα απ’ τα λιγοστά στασίδια.
“Σ’χώρα με Παντάνασσα μου εσύ, σ’χώρα με. Φύλα’ε το γουρουνάκι σου. Όχι μονάχα για τα τωρινά, αλλά και για τα καθημερινά. Σ’χωρα με κι εσύ Αγία μου Παρασκευή, που σε ζαλίζω και εσένα, αλλά θα με ακούσεις αναγκαστικά θες – δεν θες, μιας που είσαι κι εσύ μπροστά” κοίταξε στην άλλη μεριά του τέμπλου που ήταν η Αγία, ύστερα πάλι τη Θεοτόκο και συνέχισε: “Ούτε για μία ημέρα μοναχά δεν στέκουμαι άξιος λίγο να σε προφθάσω.
Άλουστος τον Δεκαπενταύγουστο
Λες κι είναι καμιά τέχνη περισπούδαστη για να ‘ναι ο άνθρωπος, άνθρωπος και να μην ειν’ γουρούνι. Χοίροι που ζουν με τα δαιμόνια, όσο την σιχαινόμαστε, τόσο ακριβώς την αγαπούμε αυτή τη λάσπη εντός μας. Μάχες για ηδονή, αγώνες για να βγεις πιο πάνω από τον άλλον.
Για μία μόνο ημέρα να μ’ έβαζαν να κάμω τη ζωή σου, θα έτρεμα απ’ τη στέρηση και να ‘μαι τώρα Παρθένε μου, μπροστά σου, βρώμικος μέσα κι έξω μου, η αληθινή μου φύση. Φύλα’ε με έτσι ανόητο, Παναΐα μου, ώστε μην γίνω ηλίθιος”.
Σηκώθηκε και άρχισε να ξανακάνει μετάνοιες. Κάποια στιγμή σταμάτησε σαν κάτι έκτακτο να σκέφτηκε και βγήκε προς τα έξω. Ανοίγοντας την πόρτα του ναού δεν ήταν φυσικά κανείς. Μα εκείνος σαν στον αέρα ξεκίνησε να μιλάει:
“Πάμε βρε παιδιά να ψάλλουμε όλοι μαζί στην Παναγιά μας;”
Ξαναμπήκε στο εσωτερικό και έκλεισε και την πόρτα. Στεκούμενος μπροστά στο τέμπλο, τότε σαν εκ θαύματος ή από περίεργη σύμπτωση ήχοι από τζιτζίκια του καλοκαιριού άρχισαν να χαλούν τον κόσμο. Σπουργίτια από το διπλανό μεγάλο δένδρο άρχιζαν τώρα να κελαηδούν. Ο Βάγιος σαν μέρος όλου αυτού, πανβρώμικος και άγρυπνος μπροστά στην Παναγία άρχισε δυνατά να ψέλνει ταυτόχρονα με την εν εξελίξει Ακολουθία στο χωριό: ” Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…”
Ο ιδιόρρυθμος προσκυνητής της Παναγιάς του Αυγούστου, ολοκλήρωσε με όλη τη φύση ολόγυρα να τον συνοδεύει και τότε ήταν που θέλησε να κάνει άλλη μια μετάνοια. “Το έλεος σου Παναγία μου” σιγομουρμούρισε και έπεσε μπροστά της. Όμως την ώρα που σηκωνόταν του ήρθε μια σκοτοδίνη. Όλα του γύρω άσπρισαν και ένιωσε ότι λιποθυμάει. Επί ματαίω τα χέρια του άπλωσε, κάπου να στηριχθεί. Δεν βρήκε. Παράλληλα διέγραψε και κάποιους άστοχους βηματισμούς, μέχρι που με την κεφαλή κοπάνησε επάνω στο καντήλι της Παναγίας. Εκείνο αναποδογύρισε πέφτοντας όλο το λάδι επάνω του.
Ο Βάγιος τότε συνήλθε. Έβλεπε με θαυμασμό το λάδι που έπεφτε απ’ τα σγουρά του τα μαλλιά και άρχισε να φωνάζει:” Το έλεος σου, Παναγία μου – Το έλεος σου, Παναγία μου!” Γρήγορα – γρήγορα σταυροκοπήθηκε και κατεφίλησεν κλαίγοντας την εικόνα. “Το έλεος σου Παναγία μου! Δεν πρόκειται απόψε να πλύνω τα μαλλιά μου!” Ο Βάγιος βγήκε από τον μικρό ναό και άρχισε να τρέχει γρήγορα για όλη την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το σπίτι το πετρόκτιστο, ξυπόλητος, με τα παπούτσια του στο χέρι.
Και ύστερα η φύση σιώπησε ξανά και έγινε όπως πρώτα.
Το βράδυ γιόρταζε το χωριό και είχε πανηγύρι. Η ορχήστρα, τώρα, μετά το σούρουπο έκανε μια τελευταία πρόβα με κάποιες νότες της σποραδικές που χάιδευαν τον αέρα. Κάτω από τα πλατάνια ήδη οι παρέες οι πρώτες είχανε καταφτάσει. Η όλη η ατμόσφαιρα ήταν πιο παρεΐστικη και πιο αυθεντική. Ο Μητροπολίτης έλειπε καθότι ήταν καλεσμένος σε κάποια άλλη εκδήλωση σε μία μεγάλη αλάνα που είχε επισήμως ναυλωθεί λόγω αυτής της μέρας. Απόντες, βεβαίως, από το γλέντι του χωριού ήταν και οι όλοι εκείνοι οι υποψήφιοι που ήταν το πρωί και που είχα αναφέρει. Τώρα έψαχναν να βρούνε θέση, πάλι όσο κοντύτερά του γίνεται, στο τραπέζι και ετούτη τη φορά το όλο σκηνικό πέρα εκεί, ίσως να θύμιζε εκείνο το παιχνίδι, το οποίο παίζαμε μικροί. Το να γυρνάνε όλοι δηλαδή γύρω από μερικές καρέκλες και μόλις έπαυε η μουσική, όλοι να έπρεπε να κάτσουν. Μόνο που η καρέκλα ήτανε κατά μία λιγότερη απ’ όσους συμμετείχαν και έτσι γινόταν μάχη.
-“Θα ν’έρτεις σε δυο, τρεις εβδομάδες να τρυγήσο’με;” ρωτούσε ο Κωνσταντής -τώρα στο πανηγύρι- τον Φάνιο, δυνατά, ώστε να τον ακούσει από το διπλανό τραπέζι. Ο κυρ – Κωνσταντής απ’ όλους τους συγχωριανούς του, είχε μακράν τα πιο πολλά αμπέλια. Όμως παράλληλα ήταν και ο πιο εξαρτημένος απ’ όλους τους στο κρασί, με αποτέλεσμα όλη του την περιουσία, τον κάθε χρόνο να την πίνει.
-“Όχι, δεν έρχουμαι” του απάντησε απρόθυμα ο Φάνιος.
-“Βρε θα σου δώκω φράγκα. Δεν λέγω να έρτεις έτσ'”.
-“Και πάλι δεν έρχουμαι. Δεν είναι για τα λεφτά. Είναι ότι εσένα δεν σε προφταίνω. Εγώ να τα πατώ τα σταφύλια σ’, εσύ να τα πίν’ς… ε, δεν σε προφταίνω”.
Η ομήγυρη γέλασε πειρακτικά. Ένα τραπέζι πιο μπροστά ο π. Χαράλαμπος καθόταν μαζί με τους δυο του ψάλτες. Ο ένας ήταν μετά της συζύγου του και του μεγάλου γιου, παραδίπλα καθότανε ο δάσκαλος, στην άλλη μεριά του τραπεζιού καθόταν η γυναίκα του κοινοτάρχη -που λέγαμε παλιά- μαζί με τις δύο τους κόρες και περιμένανε και τους υπόλοιπους στο τραπέζι. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει το πρώτο τραγούδι της βραδιάς. Κάποιο παραδοσιακό. Τότε ο ντόπιος δάσκαλος έσκυψε στη μεριά τους, καταβάλλοντας κάποια μεγαλύτερη προσπάθεια προκειμένου να ακουστεί μα και να μην γελάσει: “Τάξτε μου να σας πω. Για διείτε ποίος ξενέφανε, στα πέρα τα τραπέζια…”
Τα βλέμματα που σηκώθηκαν είδαν τον Βάγιο με τα καλά του ρούχα και χαμογελαστό, όπου ανάμεσα στις παρέες βάδιζε και έπιανε με όλους την κουβέντα. Τα ρούχα του ήτανε όπως πάντοτε αταίριαστα χρωματικά, μα έλαμπαν τώρα καθαρά. Μόνο που το κεφάλι του, σε μία αντίθεση μεγάλη, έδειχνε λιγδωμένο.
Οι ψάλτες άρχισαν να σιγομουρμουράνε μεταξύ αστείου και σοβαρού. Ενώ κάποιος από ένα διπλανό τραπέζι, εφώναξε:” Καλώς τα δέχτηκες πάτερ. Το Βαγιό επέστρεψε. Επήλθεν η παλιννόστησις!” και οι ίδιοι τότε άρχισαν εκ νέου να γελάνε.
Οι ψάλτες εδώ να πούμε πως είχαν προηγούμενα με τον νεαρό τον Βάγιο, τον νεωκόρο. Και ειδικά από το Μεγάλο Σάββατο και μετά. Για την ακρίβεια, το Αναστάσιμο εκείνο βράδυ, η εντολή που του είχε δοθεί, ήταν να κλείσει αυτός τα φώτα του ναού από τον γενικό διακόπτη, πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, όταν ο ιερέας και οι συν αυτώ θα έχουν βγει ήδη έξω, στην εξέδρα, προκειμένου να Αναστήσουν. Του το είχανε τονίσει: “πέντε λεπτά πριν! Ούτε λεπτό νωρίτερα”. Εκείνος όμως τους παράκουσε ως ήταν φυσικό, διότι ανυπομονούσε να βιώσει την Αναστάσιμη χαρά και ήθελε τρόπον τινά να την επιμηκύνει. Έτσι λοιπόν επήλθε η συσκότιση απ’ το χέρι του, ήδη από πάρα τέταρτο. Αυτό τώρα σε εσένα που διαβάζεις μπορεί να μην σου φαίνεται σημαντικό, όμως ο ιερέας και οι ψάλτες, που ήταν ακόμη μέσα, δεν έβλεπαν μεσ’ στα πηχτά σκοτάδια ώστε να βγουν εκτός. Το αποτέλεσμα ήταν να σκουντουφλήσει ο δεξιός ο ψάλτης βγαίνοντας, επάνω στα στασίδια, οι άλλοι έσπευσαν γοργά για να τον βοηθήσουν, μα δυστυχώς τους γλίστρησε το χέρι του και ο άλλος ο ψάλτης τελικά, με δύναμη εκσφενδονίστηκε απέναντι, στον τοίχο και πιο συγκεκριμένα έπεσε επάνω ακριβώς, στο άλογο το αγιοδημητριάτικο. Την ίδια ώρα ο Βάγιος με την αναμμένη του λαμπάδα περίμενε δίπλα από την εξέδρα, πολύ περιχαρής. Μαζί με όλο το χωριό.
Όλο αυτό είχε αφήσει ενθύμιο -στον έναν ψάλτη, ειδικά- μία μεγάλη ούλη. Ουλή που τώρα στο πανηγύρι, την ψηλαφούσε επάνω απ’ το παντελόνι.
-“Κοίταξε μωρέ τον ευλογημένο… φόρεσε τα γιορτινά του, μα το μαλλί το άφησε λιγδωμένο. Σαν να έμεινε έξω η μουτσούνα του, από της Παναγιάς τη χάρη! Λες και το πάει γυρεύοντας για να τον σχολιάζουν. Θα πρέπει να του βρούμε μία γυναίκα, εξάπαντος, θαρρώ. Μετά να τον τσακώσουμε και να τον πάμε σηκωτό, πέρα ‘κει ‘να, να τον παντρέψουμε. Τον είδες πάτερ μου πώς είναι; Είδες χάλι; ”
Ο ιερέας τον έβλεπε σκεπτικός. Τότε ο Βάγιος από την άλλη άκρη της πλατείας -λες και το ήξερε- γύρισε και τον κοίταξε επίμονα και αυτός. Και ύστερα γλυκά χαμογελούσε.
-“Τον είδα”. Απάντησε ήρεμα. Και είπε κάτι ίσα ίσα την πρότασή του αυτή να κλείσει:”… Άλουστος τον Δεκαπενταύγουστο…”

Αφιερωμένο σε όλες αυτές τις Παπαδιαμαντικές φιγούρες ή και καρικατούρες των παιδικών μου χρόνων, οι οποίες άσκησαν επάνω μου μεγάλη επιρροή, μαζί με όλες τις πτώσεις τους και τα αμαρτήματά τους. Αιωνία σας η μνήμη.
Αφιερωμένο και σε όλες αυτές τις Παπαδιαμαντικές αφανείς φιγούρες του σήμερα που βάφουνε με χρώμα την Ελλάδα μας ώστε μην ξεθωριάσει.

Μπορείτε να το αποθηκεύσετε σε pdf αρχείο εδώ: Άλουστος τον Δεκαπενταύγουστο

error: Content is protected !!
Scroll to Top