– Κείμενο: ερημίτης –
“Εί θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τά υπάρχοντα καί δός πτωχοίς… Ακούσας δέ ό νεανίσκος τόν λόγον απήλθε λυπούμενος, ήν γάρ έχων κτήματα πολλά.” (Ματθ. 19, 21)
Πρόκειται βέβαια για την περίπτωση του “πλούσιου νέου”, ο οποίος έδειχνε παρ’ όλα αυτά να κάνει κάποιας μορφής πνευματικού αγώνα -μάλλον- και ο οποίος γονάτισε μπροστά από τον Χριστό.
Όταν το θέμα της σωτηρίας του προσέκρουσε στα υλικά του αγαθά απήλθε λυπημένος…
Δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι η περίπτωση του. Μην πάει ο νους σας σε κάποιους πλούσιους επιχειρηματίες, θα κατεβάσω αρκετά τον πήχη και θα ήθελα να αναφερθώ σε εμάς και στην “σαβούρα” αυτή την τραγική, των τόσων πολλών ετών, που έχουμε περισυλλέξει ολόγυρα μας και που αποκαλούμε “τα πράγματα μας τα απαραίτητα”.
Δεν πρόκειται ως εκ τούτου να αναφερθώ στα κτήματα του νέου αλλά στα πλέον απλούστερα τα πράγματα που όλως παραδόξως είμαστε με αυτά το ίδιο προσκολλημένοι.
Αναλογιστείτε, καταρχάς σημειολογικά, το παράταιρο του πράγματος, του να διαβάζει κάποιος τα λόγια των Πατέρων, να επισκέπτεται προσκυνήματα, να κοινωνάει και η καθημερινότητα του να απλώνεται ανάμεσα σε αντικείμενα που θεωρεί σημαντικά: ηλεκτρικά ανοιχτήρια, cd παλιά που μάλλον δεν είναι πια λειτουργικά, φορτιστές και ανταλλακτικά που αδύνατον να του θυμίσουν κάτι, μία ντουζίνα από παλτό που δεν θα φορεθούν, φθαρμένα αντικείμενα που “κάποτε θα επισκευάσει και θα χρησιμοποιήσει”, σερβίτσια που είναι αρκετά να εξυπηρετήσουνε έναν λόχο ολόκληρο που είναι σε εκστρατεία, μποτάκια αναρρίχησης χωρίς ποτέ να έχει επισκεφτεί βουνό… και δεν το συνεχίζω, όλοι μας τα γνωρίζουμε. Μιλάω για όλα εκείνα όπου μία αόρατη δύναμη ποτέ δεν θα σε αφήσει να τα ξεφορτωθείς.
Ζητουμενο ίσως εδώ να είναι η Ορθοδοξία στην πράξη, η αξία μιας προσιτής υπέρβασης και μινιμαλισμός.
Όλο αυτό τώρα σε καλοκαιρινή έκδοση διακοπών περιλαμβάνει ένα κουβάλημα από τσάντες με “πράγματα απαραίτητα” τα οποία σέρνονται σε σοκάκια με στάσεις απαραίτητες απ’ τα αγκομαχητά και τελικώς στατιστικά δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των αποσκευών απλά βγήκανε βόλτα. Δεν προκαλεί έκπληξη, διότι αυτό που κάνει όλον τον χρόνο κάποιος, το συνεχίζει ακόμη και στις διακοπές.
Συμπερασματικά: Δύο είναι οι δρόμοι. Ή θα αδυνάτουμε διαχρονικά να αποχωριστούμε όλα τα υλικά αντικείμενα όπου το σύγχρονο σύστημα προστάζει, να “απερχόμαστε λυπημένοι” σαν άλλος νεανίσκος, γυρεύοντας παρηγοριά σε όλα τα δεκάδες μας μπλουζάκια που φέρουν κούφια λογότυπα ή να κάνουμε στην πράξη αυτό που εκφράζει την ψυχή μας. Μιλάω για την επιθυμία μας που βγαίνει από μέσα, κάθε που ο σύγχρονος ο κόσμος μας συνθλίβει και ηρεμεί για λίγο ψυχή όταν παραδεχόμαστε ότι η ουσία τελικά είναι να μένεις κάπου ήρεμα, χωρίς να κατέχεις κάτι.
Ένα ασκητικό κελί αντί για μία βίλα.
“Τα πράγματα μας”, η σαβούρα μας, δεν είναι απλά αντικείμενα, είναι η προσκόλληση μας στη ματαιότητα, δηλώνουνε επιλογή ζωής, είναι η αδυναμία μας και τρέφονται απ’ την ενέργεια μας. Εδώ είναι, μας σκοτώνουν. Όπως και κάποια τέτοια αντίστοιχα, που τελικώς θανάτωσαν αυτόν τον νεανίσκο. (Παρεμπιπτόντως τα υπάρχοντα του, έχουνε μείνει εδώ).
Διότι όλα όσα περιττεύουν πέρα απ’ τα πραγματικά απαραίτητα, τόσο στα υλικά όσο και στα πνευματικά, εκτός του ότι μας κάνουν γάιδαρο, προσθέτουν ένα μοιραίο βάρος επάνω στη ραχοκοκαλιά, που λέγεται “σαμάρι”.