– Κείμενο: ερημίτης –
Φτύνει στο χώμα ο Χριστός, πηλός στα ανήμπορα τα μάτια, τα ασταθή τα βήματα έπειτα κατά την κολυμβήθρα και εγένετο πλέον φως!
Το θαύμα αυτό της όρασης σε έναν εκ γενετής τυφλό, η πρόνοια του Θεού επάνω του που του έγινε αδιάψευστη πραγματικότητα και ζωντανή αλήθεια, όπου περνάει σε δεύτερη μοίρα, παρατηρεί κανείς αυτήν την Κυριακή, σε μία κοινωνία γεμάτη από κατάκριση, τυπολατρεία και εμπάθεια τόσο για τον Θεό όσο και στην αλήθεια.
Κι από τη μία πια έχουμε: Το βίωμα του Τυφλού μία εμπειρία χάριτος. Από την άλλη τον Χριστό όπου θεράπευσε ημέρα Σάββατο -για ακόμη μια φορά- τη μέρα που δηλαδή ερέθιζε όλους τους Φαρισαίους και τέλος τον περίγυρο σε αυτό το νέο φως να επιλέγει σκότος.
“Γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ΄ αυτόν” τονίζει ο Κύριος, και άρα η λογική προέκταση της παραπάνω φράσης είναι πως τελικά εκείνη η δύναμη των έργων δεν φανερώθηκε σε αυτούς, με υπαιτιότητά τους.
Ένας τυφλός γιατρεύεται, ο Ιησούς Χριστός δίνει το φως, η κοινωνία σκοτίζεται αυτή την Κυριακή και είναι ένα τρίγωνο τόσο πολύ οικείο…
Άραγε και η πνευματική η τύφλωση, συμβαίνει να είναι εκ γενετής;
Τα μάτια μας συλλαμβάνουν τελικά, σε εντελώς άλλη απόχρωση την υπαρκτή αλήθεια;
Βαστάει η κόρη του ματιού όλη την εν δυνάμει ένταση του Άκτιστου Φωτός;… Ή είμαστε όλοι μαζί ως σύνολο τρόπον τινά τυφλοί;
Ανάμεσα σε τεστ οράσεως και αχρωματοψίας ο Ιησούς πάντοτε έρχεται, πάντοτε καταφθάνει, αλλά και είναι ήδη εδώ. Δεν έχω απάντηση καμιά σε όλα παραπάνω, θα αρκεστώ σε μία:
«Εγώ ειμι το φως του κόσμου· ο ακολουθών ε μοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12).