Εδόθη εις εμέ το εξαίρετον τούτο προνόμιον, τολμώ να είπω, η μακαριότης, ήτις έφθασεν εις την μεγίστην αυτής έντασιν εν τη ερήμω. Η ασκητική έννοια «έρημος» δεν αναφέρεται εις γεωγραφικόν τόπον, αλλά εις τρόπον ζωής: Είναι η απομάκρυνσις από των ανθρώπων, κατά την οποίαν ουδείς βλέπει ή ακούει τον ασκητήν, ουδεμία ανθρωπίνη εξουσία ασκείται επ’ αυτού, και ο ίδιος ουδένα εξουσιάζει. Η ελευθερία αύτη είναι απαραίτητος δια την πλήρη κατάδυσιν του πνεύματος, αλλά και όλης της υπάρξεως ημών, εις την Θείαν σφαίραν. Τότε είναι δυνατόν να μεταδοθή εις ημάς η υπερτέρα πασών των αξιών της γης Θεία απάθεια. Εν αυτή ο άνθρωπος ουδόλως διανοείται υπεροχήν έναντι του αδελφού αυτού. Ουδόλως επιδιώκει τιμήν, δόξαν, έτι μάλλον, υλικόν πλούτον. Ώ, ο θετικός ορισμός της αληθούς ελευθερίας δεν δύναται να εκφρασθή δια λόγων! Δεν εννοώ δια ποίον λόγον η Θεία συγκατάβασις ευδόκησε να ζήσω εν τη ερήμω την «ελευθερία των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. η’ 21).