Υπάρχει και αυτή η ιδιότυπη, αξιοπρόσεκτη περίπτωση Αγίων στην Ορθόδοξη παράδοση.
Συχνά καταγράφεται στον χώρο του μοναχισμού, αλλά συναντάται επίσης και μέσα σε πόλεις και χωριά, στις παρυφές αυτής της κοινωνίας. Πρόκειται για ανθρώπους περιθωριακούς στα κοσμικά τα μέτρα, παριστάνουν ηθελημένα τον “σαλό”, (τον “σαλεμένο” όπως το λέμε σήμερα) όπου σαν ασκητές σε αστικό τοπίο, παραδίδουν σε μία άσκηση κρυφή τον εαυτό τους στη χλεύη των ανθρώπων, με μία αγιότητα πολύ καλά κρυμμένη.
“Δια Χριστόν σαλοι”, με πλήθος τέτοιων Αγίων ως καταγεγραμμένων και σύμφωνα με τη Wikipedia:
“…με πράξεις παράλογες και ανόητες, οι οποίες όμως έχουν βαθύτερο νόημα και σκοπό ώστε να καταδείξουν την αλήθεια που βρίσκεται πίσω από τα προσχήματα και τους τύπους του κόσμου. Δεν έχουν πρόβλημα να μπουν για παράδειγμα σε ταβέρνες, σε πορνεία, να συναναστραφούν κακόφημες συντροφιές, μοιάζοντας να συσσωματώνονται με το παράδειγμα των ανυπόληπτων της κοινωνίας. Τη στιγμή αυτή είναι όμως που ο σαλός μοναχός φανερώνει την αλήθεια της σωτηρίας, πάντα με τρόπο που αρμόζει στο επίπεδο των συναναστραφέντων. Εξού και αστειεύεται, επιτιμά τους αμαρτωλούς, θαυματουργεί, διαβάζει τα μυστικά των ανθρώπων, χλευάζει δημόσια τα κρυφά παραπτώματά τους με τρόπο που μόνο ο ένοχος μπορεί να αντιληφθεί, τη στιγμή που και ο ίδιος στα μάτια τους τους φαντάζει πολύ αμαρτωλός, όντας φαινομενικά στο ίδιο επίπεδο αμαρτωλότητας. Γι’ αυτό και καταλύει προκλητικά νηστείες, επισκέπτεται πορνεία, ομιλεί με διεφθαρμένους, εμπαίζοντας τελικά τα προσχήματα του κόσμου τούτου, λίγο πριν, επιστρέψει τη νύχτα με το αληθινό προσωπείο πια της αγιότητας, στην προσευχή και τη άσκηση. Εξου και ο σαλός άγιος για την εκκλησία είναι ο Άγιος στην πλέον ακραία μορφή άσκησης, την έσχατη αυταπάρνηση την πλήρη απέκδυση του εγώ”.
Ο Άγιος Παΐσιος αναφέρει σχετικα:
“Οι Άγιοι έκαναν μεγαλύτερο αγώνα, για να κρύψουν την αρετή τους, παρά για να την αποκτήσουν. Ξέρετε τί έκαναν οι διά Χριστόν σαλοί; Ξέφευγαν πρώτα από την υποκρισία του κόσμου και έμπαιναν στον χώρο της ευαγγελικής αλήθειας. Αλλά και αυτό δεν τους έφθανε, γι’ αυτό προχωρούσαν στην αγία υποκρισία για την αγάπη του Χριστού. Ύστερα δεν τους απασχολούσε ό,τι κι αν τους έκαναν, ό,τι κι αν τους έλεγαν οι άλλοι. Χρειάζεται όμως πολύ μεγάλη ταπείνωση, για να το κάνεις αυτό. Ενώ ένας κοσμικός άνθρωπος, αν του πει καμμιά κουβέντα ο άλλος, θίγεται ή, αν δεν τον επαινέσει για κάτι που κάνει, στενοχωριέται, αυτοί χαίρονταν, όταν οι άνθρωποι είχαν χαλασμένο λογισμό γι’ αυτούς.
Παλιά υπήρχαν Πατέρες που έκαναν ακόμη και τον δαιμονισμένο, για να κρύψουν την αρετή τους και να χαλάσουν οι άλλοι τον καλό λογισμό που είχαν γι’ αυτούς. Όταν ήμουν στην Μονή Φιλόθεου, που ήταν τότε ιδιόρρυθμο, ήταν ένας Πατέρας που ασκήτευε προηγουμένως στην Βίγλα. Αυτός, μόλις κατάλαβε ότι οι Πατέρες εκεί είχαν πάρει μυρωδιά την άσκησή του και την πνευματική του προκοπή, έφυγε με την ευλογία του πνευματικού του. «Άντε, τους είπε, βαρέθηκα να τρώω εδώ μουχλιασμένο παξιμάδι. Θα πάω σε κανένα ιδιόρρυθμο, να τρώω και κρέας, να ζήσω σαν άνθρωπος! Χαμένο τόχω να μείνω έδώ;» Και ήρθε στην Μονή Φιλόθεου και έκανε τον δαιμονισμένο. Άκουσαν οι παραδελφοί του ότι δαιμονίσθηκε και έλεγε ο ένας στον άλλον: «Κρίμα, ο καημένος δαιμονίσθηκε. Εμ, επόμενο ήταν να δαιμονισθεί. Έφυγε από ’δω, γιατί βαρέθηκε το μουχλιασμένο παξιμάδι, και πήγε σε ιδιόρρυθμο, για να τρώει κρέας». Αυτός τί έκανε; Παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνια ούτε μαγείρευε ούτε κοιμόταν. Όλη την νύχτα γύριζε στους διαδρόμους με ένα φανάρι, για να μην κοιμάται. Όταν κουραζόταν, ακουμπούσε λίγο στον τοίχο και, μόλις τον έπαιρνε ο ύπνος, πετιόταν, έλεγε για λίγο ψιθυριστά την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ…» και μετά την συνέχιζε νοερά. Καμμιά φορά του ξέφευγε, και ακουγόταν η ευχή. Όταν συναντούσε κανέναν αδελφό, του έλεγε: «Εύχου, εύχου να φύγει το δαιμόνιο». Έτσι όλοι τον είχαν για δαιμονισμένο. Ένα μικρό καλογέρι, δεκαπέντε χρόνων, μου είπε μια μέρα: «Άντε τον δαιμονισμένο!»
«Μην το λες αυτό, του είπα· αυτός έχει πολλή αρετή, αλλά κάνει τον δαιμονισμένο». Μετά τον είχε σε ευλάβεια. Όταν πέθανε, τον βρήκαν οι Πατέρες να κρατάει στα χέρια του ένα χαρτί στο οποίο είχε γράψει το όνομα κάθε αδελφού και δίπλα ένα παρατσούκλι, για να διώξει, και πεθαμένος ακόμη, και τον παραμικρό καλό λογισμό που μπορεί να είχε κάποιος γι’ αυτόν. Τελικά ευωδίασε. Βλέπεις, αυτός πήγε να κρυφτεί, αλλά η Χάρις του Θεού τον πρόδωσε.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να βγάζει κανείς συμπεράσματα για έναν άνθρωπο από αυτό που φαίνεται, εάν δεν μπορεί να διακρίνει αυτό που κρύβεται.
(Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματικός αγώνας. Λόγοι», τ Γ΄, εκδ. Ι. Ησυχ. Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος)
Συμπερασματικά, κάποια επόμενη φορά που θα βρεθεί στο διάβα μας άνθρωπος ιδιόρρυθμος, με παραπλήσια χαρακτηριστικά, σοφότερο θα ‘ταν να εστιάσουμε πιο διερευνητικά, διότι εκτός του έτσι κι αλλιώς αποτελεί κι αυτός μια σεβαστή εικόνα του Θεού, ίσως και η πνευματικότητα του η κρυφή εντέλει να έχει φθάσει σε ύψη δυσθεώρητα για ανθρώπου μέτρα και σταθμά.
erimitic