Ας μου επιτραπή να ζωγραφίσω την ανθρώπινη εικόνα με το λόγο σαν κάποια πλαστική θαυματοποιΐα. Όπως δηλαδή είναι δυνατό να ιδή κανείς στ’ αγάλματα τις δίγλυφες μορφές, που κατασκευάζουν οι τεχνίτες του είδους αυτού για να καταπλήξουν τους θεατάς, χαράσσοντας σε μια κεφαλή δύο μορφές προσώπων, έτσι μου φαίνεται ότι φέρει ο άνθρωπος διπλή ομοιότητα προς τα ενάντια, καθώς είναι μορφωμένος με το θεοειδές της διανοίας προς το θείο κάλλος, ενώ με τις εμπαθείς ορμές φέρει την οικειότητα προς το κτηνώδες. Πολλές φορές αποκτηνώνεται και ο λόγος δια της ροπής και της διαθέσεως προς το άλογο, συγκαλύπτοντας το ανώτερο με το χειρότερο. Διότι, όταν κατεβάση προς αυτά τη διανοητική ενέργεια και εξαναγκάση τον λογισμό να γίνει υπηρέτης των παθών, παρατηρείται κάποια παρεκτροπή του αγαθού χαρακτήρος προς την άλογη εικόνα. Όλη η φύσις μετατρέπεται προς τούτο, σαν να καλλιεργεί ο λογισμός τις αρχές των παθημάτων και από λίγες να τις αυξάνει σε πλήθος. Συνεργαζόμενος ο λόγος με το πάθος, κατέστησε τη γένεσι των ατόπων ποικίλη και πλούσια. Έτσι η φιληδονία την μεν αρχή έλαβε από την ομοίωσι προς το άλογο, αλλά καθώς προσαυξήθηκε από τα ανθρώπινα πλημμελήματα, εγέννησε τόση ποικιλία αμαρτημάτων σχετικών με την ηδονή, όσων δεν είναι δυνατόν να ευρεθούν στα άλογα. Έτσι η διέγερση του θυμού είναι μεν συγγενής προς την ορμή των αλόγων, αλλά αυξάνεται με τη συμμαχία των λογισμών. Διότι από εκεί προέρχεται η μήνις, ο φθόνος, το ψεύδος, η επιβουλή, η υπόκρισις.
Όλα αυτά ανήκουν στην πονηρή καλλιέργεια του νου.