Μέσα σ’ ένα δάσος, δύο ώρες μακριά από την Όπτινα, ασκήτευε ο π. Ελισσαίος, ένας άνθρωπος γεμάτος απλότητα και ταπείνωση. Απομονωμένος και αφοσιωμένος για χρόνια στην προσευχή, είχε αποκτήσει τόση αγγελική χάρη, που και τα ζώα του δάσους τον πλησίαζαν άφοβα.
Τον χειμώνα, όταν το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα, έβγαινε από το ερημιτικό κελί του, έριχνε κανναβούρι πάνω του -στο κεφάλι του, στους ώμους του, στα γένια του, στα χέρια του- και φώναζε:
– Πτίτσκι, πτίτσκι, πτίτσκι! (Πουλάκια, πουλάκια, πουλάκια!).
Αμέσως ακούγονταν αναρίθμητα φτερουγίσματα και χαρούμενα τιτιβίσματα. Το κεφάλι του, το πρόσωπό του, τα χέρια του γέμιζαν πουλιά. Ο χαριτωμένος ερημίτης, οι φτερωτοί φίλοι του που τσιμπούσαν λαίμαργα τους σπόρους, το χιόνι που έπεφτε, τα λευκοντυμένα δένδρα… Ήταν μια σκηνή παραδείσια! Μερικοί αδελφοί της Όπτινα, που έτυχε ν’ απολαύσουν αυτό το θέαμα, νόμιζαν πως αντίκριζαν θεϊκή οπτασία.
Μια μέρα ο π. Ελισσαίος, προχωρώντας στο δάσος, βρέθηκε αντιμέτωπος με λύκους. Τον προσπέρασαν σαν γνώριμό τους, χωρίς να τον ενοχλήσουν καθόλου! Στον ειρηνικό ερημίτη όλα, έμψυχα και άψυχα, ήμερα και άγρια, φέρονταν ειρηνικά. «Ειρήνευσε μέσα σου», λέει ο αββάς Ισαάκ, «και θα ειρηνεύσουν μ’ εσένα ο ουρανός και η γη».
Από το βιβλίο ο «Όσιος Αμβρόσιος της Όπτινα», έκδοση Ι. Μ. Παρακλήτου.