– Κείμενο: Νεκταρία Παπαγεωργίου –
Ήταν (πάλι) αργά όταν ο διακόπτης έφερε το φως στο χωλ του σπιτιού. Νύχτα και το πρωί, νυξ και σκότος λογικά και τώρα, το βράδυ. Ο κύριος Ανρί μπήκε στο νεοανακαινισμένο διαμέρισμά του. Μίνιμαλ γραμμή, εξοπλισμένο με υψηλή τεχνολογία- που κάνει τη ζωή εύκολη… (ποια ζωή όμως;…) – και διακοσμημένο με γούστο. Αρχιτεκτονικός μινιμαλισμός και βιοτικός μαξιμαλισμός με μπόλικη περιπλοκότητα, άγχος, φόρτο, κι αδιέξοδα. Τι ειρωνική αντίστιξη!… Μία περίεργη κούραση τον είχε επισκεφτεί εδώ και μέρες. Άφησε κλειδιά και τσάντα στο τραπέζι και κάθισε. Κοίταζε το σπίτι κι ήταν σαν να μην το αναγνώριζε. Τόσα χρήματα στην ανακαίνιση για ποιο λόγο;… δεν το είχε καν απολαύσει εδώ και 3 χρόνια. Στο φως της ημέρας το έβλεπε μόνο το σαββατοκύριακο κι αυτό λειψό χαράς. Αυτής της χαράς του σπιτιού που το ζεις με αγαπημένο/η/ους ή και μόνος ακόμα.
Στα αγγλικά υπάρχει ο όρος the rat race που φωτογραφίζει την εικόνα του ανυποψίαστου ποντικού που τρέχει στη ρόδα του κλουβιού του νομίζοντας ότι κάπου θα φτάσει ή έχοντας την ψευδαίσθηση ότι έτσι πρέπει να κάνεις γιατί κάτι κάνεις. Κι ο κ. Ανρί έτσι ένοιωσε εκείνο το βράδυ…είχε σπίτι, αλλά όχι χρόνο για να το χαρεί, να βυθιστεί στην πολυτέλεια του προσωπικού του χρόνου στο δημιούργημά του και να νοιώσει αυτή τη θαλπωρή που σου αφήνει το γλυκό χάδι της ξεκούρασης μέσα από αυτό. Κι ας είναι υλικό- η εστία είναι μεγάλη υπόθεση. Υπήρχε τζάκι, όμως δεν είχε αφηγηθεί καμία ιστορία μέσα από το χρυσοκόκκινο της φωτιάς και τη μιλιά του ξύλου καθώς αφήνεται στη φλόγα. Δεν είχε ζεστάνει ούτε το χώρο, ούτε τη ψυχή. Και κυρίως δεν είχε βιώσει την παρηγοριά μιας παρέας που ενώ σου μιλάει συνέχεια, δεν κουράζει, γιατί παράλληλα σε ακούει και δε σ’ εγκαταλείπει.
Τελευταία πολύ ταυτίζομαι με τον κ. Ανρί… Με το χρόνο τα χω έτσι κι αλλιώς καθώς ποτέ δε μου φτάνει (όπως μου είπε και κάποια φίλη πριν λίγα χρόνια κάτι κάνω λάθος…). Εγώ πάλι άρχισα να ρωτάω τον Θεό μήπως τον έχει κατσαβιδιάσει λίγο- δε μπορεί να τρέχει τόσο γρήγορα! Όπως όμως και να ‘χει με απασχολεί που ο εαυτός μου δεν κάνει αντίσταση στον εαυτό μου. Η αλλοτρίωση μπορεί να καραδοκεί σε κάποια σκοτεινή γωνία για να σε ρουφήξει σαν τη σκιά που δε θα καταλάβεις. Με τόσες αντιστάσεις που βρίσκεσαι να κάνεις τριγύρω σου, μάλλον πια νιώθεις σαν την αντιβίωση που δε σε πιάνει.
Μήπως όμως έχουμε αφήσει την αληθινή αντίσταση; Καθώς όλες οι αλλαγές είναι από εμάς για εμάς πρωτίστως, έτσι γίνεται και με αυτό. Αληθινή εσωτερική αντίσταση (θα) σημαίνει προνόμια από εμάς για εμάς. Όχι βέβαια ψευδεπίγραφες μεγαλοστομίες… ο αναλογικός χρόνος μιας ψυχής αγωνίστριας που τρέχει, πέφτει, σηκώνεται, ενδοσκοπείται, μετανοεί και πιστεύει… εγώ βάζω τη θέληση, Εσύ βάζεις το Χέρι;