– Κείμενο: ερημίτης –
Ο λόγος για τον οποίον σταυρώθηκε ο Χριστός, ήταν η υπερβολική του αγάπη προς τον άνθρωπο, ήταν η έμπρακτη εκείνη επίπονη κίνηση όπου επικύρωνε όλη Του τη διδασκαλία. Κατ’ επέκταση ο Κύριος ενοποίησε δύο κόσμους, πράττοντας το “αδύνατον”. Από τη μία, με την Ενσάρκωση κατέβασε τα Θεία επάνω στον Σταυρό, ενώ παράλληλα προσκάλεσε τον άνθρωπο, πάλι δια μέσου του Σταυρού και του πνευματικού αγώνα εν γένει, να ανέβει προς τη θέωση.
Είναι λάθος να υιοθετούνται κάποιες θέσεις διαφόρων χριστιανικών ομολογιών όπου μιλούν για κάποιο “χρέος του Αδάμ, που έπρεπε να ξεπληρωθεί”, όπως βέβαια λάθος είναι η χλιαρή αντιμετώπιση του Πάσχα με τις τόσες πολλές πια ξενόφερτες, ζωγραφιστές κοτούλες και λαγουδάκια, δίχως να εισχωρεί κανείς μέσα από το πνευματικό κατώφλι της ορθόδοξης προοπτικής.
Είναι εκείνο το “χρόνια πολλά” των ημερών που σε μεγάλο βαθμό αντικατέστησε το “Χριστός Ανέστη” και μεταξύ άλλων το να εύχεται κανείς “πολλά χρόνια επίγεια” και μέσα στην ασυδοσία αυτά βεβαίως, καθότι ανθρώπινα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα εκτυλίχθηκαν επάνω στον Σταυρό και με το νόημα τους.
Αυτή ακριβώς η χλιαρότητα είναι που δεν επέτρεψε στους πολλούς να κάνουν πάλι Ανάσταση και Πάσχα. Και ζουν ζωές ολόκληρες, δυσβάσταχτες χωρίς Ανάσταση και Πάσχα. Μέχρι και προεκλογικές καμπάνιες στήθηκαν κάτω από τον Εσταυρωμένο, Θεία Κοινωνία χωρίς εξομολόγηση, χωρίς δηλαδή να δίνεις κι εσύ κάτι, θαλασσινά gourmet εδέσματα Μ. Παρασκευή και ο Θεός σου τελικά ξεψύχησε για εσένα. Και από το Πάσχα άραγε τί είναι αυτό που μένει; Ίσως το φαγοπότι αυτό της Κυριακής; Μήπως μετά από αυτό, κάποιες φορές έρχεται όμως κι ο εμετός…;
«Οἶδά σου τά ἔργα, ὅτι οὔτε ψυχρός εἶ οὔτε ζεστός· οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου»
(Αποκ. γ’ 15-16)
Ο ψυχρός βέβαια, είναι προτιμότερος από τον χλιαρό κατά γενική ομολογία. Τα συναξάρια είναι γεμάτα από πρώην ψυχρούς ανθρώπους που αντέστρεψαν την φορά των πραγμάτων. Μα όπως και να ‘χει είναι θεωρώ πιο έντιμο να έρθει ο οποιοσδήποτε, δηλώνοντας πως δεν σε συμπαθεί και ότι δεν επιθυμεί να έχει την παραμικρή επαφή μαζί σου, παρά να επιδείξει μια αγάπη χλιαρή όπου υπαγορεύει πως “είμαι εδώ για εσένα αλλά ταυτόχρονα δεν είμαι”.
“Μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου”.
Περί εμετού λοιπόν ο λόγος κι αφού απολογηθώ σε όσους διαβάζετε το κείμενο αυτό υπό την διαδικασία της χώνεψης, θα θίξω λιγάκι ακόμη, πράγματα “αχώνευτα” πολύ.
Αν με τον σύντροφο σου γίνατε δυο κόσμοι επάνω σ’ έναν καναπέ όπου δεν τέμνονται ποτέ, σε ξέρασε η αγάπη.
Αν χλιαρά πια χαιρετάς τον παιδικό σου φίλο, σε ξέρασε ο ίδιος σου ο εαυτός.
Άμα απλά αρκείσαι σε χλιαρά ροφήματα τόσο στον αγρίο χειμώνα όσο στο θέρος το βαθύ, τότε μπορεί να σε ξεράσαν τα ερεθίσματα σου, η ζεστασιά σου αλλά και η δροσιά σου.
Ξερνάω [από το ἐξέρασα, αόρ. του αρχ. ἐξερῶ]= αποβάλλω από το στόμα το περιεχόμενο του στομάχου.
Από την άλλη, με την βοήθεια του δείκτη σου επάνω στον ουρανίσκο, πάντα μπορείς το να πετύχεις να εξέλθουν εκ του στόματος τα υποπροϊόντα όπου ένα “σύστημα”, ένα “καρτέλ”, αποκαλεί πνευματικές “τροφές”.
Είναι νομίζω τραγικό κανείς να περιφέρεται και να κοιλοπονεί μέσα στη χλιαρότητα, μέχρι που εκ των πραγμάτων, στο τέλος που θα είναι πια αναπόφευκτο… να τον εμέσει μέχρι και ο Θεός.