“Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν.”
Κι ο Ιησούς πηγαίνει προς τον φίλο του. Γνωρίζει εκ των προτέρων βέβαια, πως θα τον φέρει πίσω στη ζωή, όμως δακρύζει, κλαίει για το πένθος και για τον χωρισμό σώματος και ψυχής.
Προτρέπει να μετακινήσουνε τον λίθο τον βαρύ στο στόμιο του σπηλαίου… τεσσάρων ημερών νεκρό πρόκειται να αναστήσει, όμως το επιτρέπει τώρα να αγκομαχούν οι άνθρωποι σπρώχνοντας το νταμάρι.
“Κάνε εσύ αυτό που μπορείς και άσε τον Θεό μετά να κάνει αυτό που δεν μπορείς”, άλλωστε σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση.
Όσο για την αμφιβολία όπου θεριεύει μέσα μας και κατατρώει την πίστη, εκεί τότε σε βλέπει μέχρι τα βάθη της ψυχής και σου απαντάει όπως πιο πριν στην Μάρθα:
«Εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε εμέ, και αν πεθάνη, θα ζήση, και όποιος ζη και πιστεύει σ’ εμέ, δεν θα πεθάνη ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;»
Ύστερα απλά και ορθολογιστικά έγινε θέλημα Θεού. Ο Λάζαρος βγήκε έξω.
erimitic