Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος μέσα από δηλώσεις ενός ανθρώπου με κατακερματισμένο ψυχισμό και ο Ελληνικός Στρατός ως ορόσημο του τέλους του.
«Δεν μπορώ να έχω κανένα φίλο. Δεν έχω φίλους. Κατ’ αρχάς, λόγω της ιδιοσυγκρασίας μου, του τρόπου με τον οποίο βλέπω τους ανθρώπους. Απλώς τους ακούω. Δεν τους επιτρέπω να έρθουν σε επαφή με τον εσωτερικό μου κόσμο». Τάδε έφη Μπενίτο Μουσολίνι και η περίπτωση του Ιταλού δικτάτορα αποτελεί ίσως μια μεγέθυνση της κενοδοξίας που λίγο ή πολύ καλλιεργείται στον νου του μέσου ανθρώπου και υποφέρει από αυτήν. Εξάλλου ο ίδιος κάποτε είχε πει: «Δεν δημιούργησα τον φασισμό. Τον έβγαλα μέσα από τα βάθη της ψυχής των Ιταλών».
Το πομπώδες ύφος του, οι ψυχωτικές κινήσεις, μέχρι και τα φτερά στην κεφαλή ως συμπλήρωμα της στολής του, αποτελούν μονάχα μία πύλη, μία είσοδο στους σκοτεινούς λαβύρινθους της ψυχής του.
Μετά τη έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μπενίτο Μουσολίνι τάσσεται στο πλευρό του Χίτλερ. Από το μπαλκόνι του Palazzo Venezia στη Ρώμη στις 10 Ιουνίου 1940 μάλιστα κηρύσσει δημόσια τον πόλεμο σε Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία, αφού όμως πρώτα η Γαλλία είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς. Παράλληλα προσφέρει και “εγγυήσεις” σε εμάς τους Έλληνες: «Εγώ ο ίδιος δηλώνω πανηγυρικά ότι η Ιταλία δεν προτίθεται να εμπλέξει σε πόλεμο μαζί της άλλους γειτονικούς λαούς από ξηράς ή θαλάσσης.
Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αίγυπτος ας λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους αυτά μου τα λόγια και ας γνωρίζουν ότι εξαρτάται απ’ αυτές και μόνον απ’ αυτές αν τα λόγια μου αυτά θα επαληθευθούν».
Τέσσερις μήνες πέρασαν και ο Ντούτσε δείχνει απαρηγόρητος, καθώς από τον μεγάλο του σύμμαχο, αισθάνεται παραγκωνισμένος. Στις 15 Οκτωβρίου συγκαλεί έκτακτο πολεμικό συμβούλιο, όπου εκεί γνωστοποιεί την πρόθεσή του να εισβάλει στην Ελλάδα. Τρεις μέρες νωρίτερα, στις 12/10 σε συζήτηση με τον υπουργό εξωτερικών και γαμπρό του, Τσιάνο και σύμφωνα με το ημερολόγιο του τελευταίου, του εκμυστηρεύεται: «ο Χίτλερ με φέρνει πάντα προ τετελεσμένων θα επιδιώξουμε την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδος, θέτοντάς την εκτός μάχης, προκειμένου να διασφαλίσουμε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, την παραμονή της στον δικό μας πολιτικοοικονομικό χώρο. Θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα πληροφορηθεί από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα».
Στο πολεμικό συμβούλιο τώρα, εμφανίζεται με σιγουριά, κατόπιν θέτει ερωτήσεις στους επιτελείς του γύρω από την πατρίδα μας. Παρακάτω παρουσιάζεται ένα απόσπασμα από τους διαλόγους:
ΝΤΟΥΤΣΕ: Ποια είναι η κατάσταση του ηθικού του ελληνικού πληθυσμού;
ΤΖΑΚΟΜΟΝΙ (γενικός τοποτηρητής του ιταλικού προτεκτοράτου της Αλβανίας): Φαίνεται σοβαρώς αποκαρδιωμένος.
ΤΣΙΑΝΟ (υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας και γαμπρός του Μουσολίνι): Υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ του πληθυσμού και μιας ηγετικής τάξεως πολιτικών και πλουτοκρατών η οποία εμπνέει την αντίσταση και καλλιεργεί το αγγλόφιλο πνεύμα στη χώρα. Η μικροτάτη αυτή τάξη είναι πλουσιοτάτη. Ο λοιπός πληθυσμός είναι αδιάφορος για όλα τα συμβαίνοντα, συμπεριλαμβανομένης και της (επικείμενης) εισβολής μας.
ΒΙΣΚΟΝΤΙ ΠΡΑΣΚΑ (στρατηγός – διοικητής των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Αλβανία): Το επιλεγέν σχέδιο προβλέπει μια σειρά μέτρων παραπλανητικών των Ελληνικών Δυνάμεων -υπολογιζόμενων περί που τους 30.000 άνδρες – δεδομένο το οποίο μας δίδει τη δυνατότητα καταλήψεως της Ηπείρου σε βραχύ χρονικό διάστημα, 10 έως 15 ημερών. Αυτή η επιχείρηση – που πιθανόν να μας επιτρέψει να εξοντώσουμε όλες τις ελληνικές δυνάμεις – έχει προπαρασκευασθεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και είναι κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, τέλεια.
ΝΤΟΥΤΣΕ: Αυτές οι ενέργειες πρέπει να εξελιχθούν συγχρόνως. Γνωρίζετε ποιο είναι το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών;
ΒΙΣΚΟΝΤΙ ΠΡΑΣΚΑ: Δεν είναι άνθρωποι που θα τους άρεσε να πολεμήσουν.
ΝΤΟΥΤΣΕ: Λόγω της ευθύνης που αναλαμβάνω στην υπόθεση αυτή, σας λέγω να μην φεισθείτε ανθρωπίνων απωλειών, αν και ενδιαφέρομαι για τη ζωή και του τελευταίου Ιταλού στρατιώτη. Το λέγω αυτό, επειδή υπάρχουν στρατιωτικοί ηγέτες που σταματούν μπροστά στο κόστος των απωλειών.
Tα πρακτικά της σύσκεψης γνωστοποιήθηκαν το 1955 από τον Εμμανουέλε Γκράτσι, αφού συμπεριλήφθησαν σε βιβλίο του. Ο Γκράτσι υπήρξε ο Ιταλός πρόξενος στην Αθήνα όπου επέδωσε το τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση εκείνο το πρωινό.
«Alors, c’est la guerre» ήταν η απάντηση της Ελλάδας δια στόματος Μεταξά. “Λοιπόν, έχουμε πόλεμο” και πράγματι έτσι ήταν. Σε μία μοναδική περίπτωση παγκοσμίως ο “σοβαρώς αποκαρδιωμένος” ελληνικός πληθυσμός έκανε την επιστράτευση γιορτή, αναχωρώντας για να υπερασπιστεί τα πάτρια εδάφη.
18 Νοεμβρίου 1940, τοποθεσία και πάλι το Palazzo Venezia, τρεις εβδομάδες μετά το τελεσίγραφο και σε θολό τοπίο ο Μουσολίνι μοιραζεται με το ακροατήριο του τις τελευταίες του ψευδαισθήσεις:
«Μετά από μακροχρόνια υπομονή, ξεσχίσαμε το προσωπείο μιας χώρας αφοσιωμένης στην Μεγάλη Βρετανία, ενός ύπουλου εχθρού: της Ελλάδας. Ήταν ένας λογαριασμός που περίμενε την πληρωμή του».
Συνεχίζοντας, ο Μουσολίνι -και αφού αναφέρουμε ότι τα αποσπάσματα της συγκεκριμένης ημέρας προέρχονται από το
https://www.huffingtonpost.gr – εξέφρασε μια απορία, την οποία έσπευσε να απαντήσει ο ίδιος με μια επιτηδευμένη δόση πικρής ειρωνείας. «Το γιατί (μισούν οι Έλληνες τους Ιταλούς), είναι ένα μυστήριο».
Ο «Ντούτσε» θύμισε στο ακροατήριό του πως τον Ιούλιο του 1935 είχε δηλώσει επίσημα ότι θα έσπαζε τα πλευρά του Νεγκούς, δηλαδή του βασιλιά της Αιθιοπίας. Το ίδιο ακριβώς σκόπευε βέβαια να πράξει και με την Ελλάδα. «Τώρα σας λέω με την ίδια απόλυτη – και επαναλαμβάνω απόλυτη – βεβαιότητα, ότι θα σπάσουμε τα πλευρά της Ελλάδας. (…) Διαθέτουμε αρκετούς άνδρες και μέσα για να συντρίψουμε κάθε ελληνική αντίσταση». Είκοσι μέρες μετά, ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, αρχηγός του ιταλικού γενικού επιτελείου, είχε παραιτηθεί ενώ ο Ελληνικός Στρατός είχε καταλάβει το Πόγραδετς, την Πρεμετή, τους Άγιους Σαράντα, το Δέλβινο και το Αργυρόκαστρο.
Ο Μουσολίνι υποχωρεί, ηττάται κατά κράτος από έναν Ελληνικό Στρατό ο οποίος προκαλεί τον θαυμασμό όλης της υφηλίου. Ήταν το πρώτο νικηφόρο χτύπημα κατά του Ναζισμού.
Ο Χίτλερ σπεύδει εκτός πλάνων να πετύχει ό,τι δεν μπόρεσε ο Ντούτσε, βρίσκοντας και εκείνος την ίδια σθεναρή αντίσταση όπως στα οχυρά του Ρούπελ, χάνοντας έδαφος σημαντικό στα άλλα ανοιχτά του μέτωπα.
Ο Ντούτσε είχε κάνει τα πράγματα χειρότερα για τον Άξονα, στο εσωτερικό της Ελλάδας είχε γελοιοποιηθεί και στο εξωτερικό είχε πλέον υποστεί ό,τι χειρότερο μπορεί να πάθει κάποιος ναρκισσιστής: Είχε απαξιωθεί.
«Ο πόλεμος με την Ελλάδα απέδειξε ότι τίποτε δεν είναι ακλόνητο εις τα στρατιωτικά πράγματα και ότι πάντοτε μας περιμένουν εκπλήξεις» αρκέστηκε να παραδεχτεί αμήχανα σε λόγο που εκφώνησε τη 10η Μαΐου 1941.
Τελικώς, αργότερα ο Βασιλιάς της Ιταλίας κάλεσε τον Μουσολίνι στα Ανάκτορα και του αφαίρεσε κάθε εξουσία. Η Ιταλία πλέον συνθηκολογεί. Τον Απρίλιο του 1945 οι Σύμμαχοι διασπούν τις τελευταίες εστίες γερμανικής αντίστασης και μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Ντούτσε και η ερωμένη του, Κλαρέττα Πετάτσι, συνελήφθησαν στις 27 Απριλίου από ντόπιους παρτιζάνους κοντά στο χωριό Ντόνγκο στη λίμνη Κόμο. Ο Μουσολίνι και η Πετάτσι εκτελέστηκαν το επόμενο απόγευμα, δύο μέρες πριν από την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ. Τα πτώματα τους μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο όπου κακοποιήθηκαν από ένα οργισμένο πλήθος και εν συνεχεία κρεμάστηκαν ανάποδα και αφέθηκαν σε εκείνη την πλατεία.
Ο Ντούτσε, όπου ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 1940 είχε διατάξει τον τορπιλισμό της «Έλλης» στο πλαίσιο των εορτασμών της Μεγαλόχαρης στην Τήνο, έτρεφε συνολικότερα μεγάλο μίσος στην ψυχή του απέναντι στον Χριστιανισμό: «Η θρησκεία είναι ανήθικη. Εξυπηρετεί μόνο τους αντιδραστικούς και πρέπει να θεωρείται αρρώστια ή ψυχοπαθολογικό φαινόμενο. Το Ευαγγέλιο και η λεγόμενη χριστιανική ηθική είναι δυο πτώματα».
Η ακόρεστη ματαιοδοξία κάποτε προσκρούει σε ένα «ΌΧΙ», σε ένα «ΌΧΙ» των καταπιεσμένων που είναι απέναντί σου, των υπερασπιστών, σε ένα «ΌΧΙ» εκ των πραγμάτων των γύρω συνθηκών, σε ένα μεγάλο «ΌΧΙ» που θα σου ψιθυρίσει κάποτε ο έσω- σου εαυτός και που εσύ δεν άκουσες, που το απέρριψες, που όταν θα έρθει η ώρα και συναντήσεις εν τέλει τον Δημιουργό, θα ‘ναι που πλέον προ πολλού ήδη θα έχεις αυτοαναιρεθεί.
erimitic